Η πρώτη παρόρμηση του Λούθιεν ήταν να τρέξει στην Κατρίν, αλλά ήταν αρκετά ψύχραιμος για να συνειδητοποιήσει ότι ο μόνος τρόπος για να σωθούν ήταν να σκοτώσει όσο γίνεται πιο γρήγορα τον μάγο και τον δαίμονα. Έτρεξε προς το κρεβάτι, αλλά μετά έστριψε ξαφνικά δεξιά σηκώνοντας τον Τυφλωτή ψηλά και με τα δύο χέρια.
Ο μάγος πετάχτηκε πάνω στριγγλίζοντας, φέρνοντας τα κοκαλιάρικα χέρια μπροστά του σε μια αδύναμη προσπάθεια να προστατευτεί. Ο Λούθιεν ξεφώνισε θριαμβευτικά κατεβάζοντας το σπαθί σε μια θανάσιμη κυκλική τροχιά ακριβώς κάτω από τα χέρια του μάγου και γρύλλισε άγρια καθώς η λεπίδα χτύπησε στα πλευρά του μάγου. Είδε τα καφεκίτρινα ρούχα του, ταιριαστό χρώμα για τον αρρωστιάρη δούκα, να διπλώνουν από την ορμή του χτυπήματος και να ακολουθούν την τροχιά της λεπίδας.
Ο Τυφλωτής είχε ήδη διαγράψει ένα ημικύκλιο από αριστερά προς τα δεξιά παρασέρνοντας και τα ρούχα μαζί, πριν αντιληφθεί ο Λούθιεν ότι ο Πάραγκορ δεν ήταν εκεί, ότι με κάποιο ακατανόητο τρόπο ο μάγος δεν ήταν πια μέσα στα ρούχα. Ο Λούθιεν παραπάτησε μισοχάνοντας την ισορροπία του καθώς το σπαθί δεν βρήκε τίποτα να χτυπήσει. Μόλις ξαναναβρήκε την ισορροπία του, στράφηκε με τα ρούχα του δούκα τυλιγμένα ακόμη πάνω στο σπαθί του.
Είδε μια λάμψη μπροστά στον τοίχο πίσω από το κρεβάτι καθώς ο Πάραγκορ ξανάπαιρνε υλική μορφή, φορώντας ίδια ρούχα με αυτά που ήταν μπερδεμένα στο σπαθί του Λούθιεν. Την ίδια στιγμή ο Πρεχοτέκ, με τα μάτια του να λάμπουν και τη μανία του συγκεντρωμένη στον Λούθιεν, πήδησε πάνω από το κρεβάτι περνώντας δίπλα από την Κατρίν. Τα μεγάλα φτερά του έριξαν κάτω τον έναν από τους Κυκλωπιανούς χτυπώντας συγχρόνως την Κατρίν και τον άλλο μονόφθαλμο.
Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι κινδύνευε θανάσιμα.
Ο Όλιβερ, όπως και ο Λούθιεν, σκέφτηκε αμέσως ότι το κλειδί αυτής της σύγκρουσης ήταν να σκοτώσουν τον μάγο. Και όπως επίσης ο Λούθιεν, γρήγορα κατάλαβε ότι αυτό δεν θα ήταν τόσο εύκολο. Στην αρχή ο χάφλινγκ όρμησε δεξιά ακολουθώντας τον νεαρό Μπέντγουιρ. Μετά, βλέποντας ότι ο φίλος του θα χτυπούσε τον Πάραγκορ, έστριψε προς τη μέση του δωματίου, προς την Κατρίν. Τα μάτια του γούρλωσαν όταν αντιλήφθηκε τη μαγική απόδραση του Πάραγκορ, όμως γούρλωσαν ακόμη περισσότερο όταν είδε τον Πρεχοτέκ, τον γιγάντιο, φριχτό Πρεχοτέκ να περνά πάνω από το κρεβάτι!
Με μια στριγγλιά, ο Όλιβερ έκανε βουτιά περνώντας κάτω από τον Κυκλωπιανό που έπεφτε και γλιστρώντας κάτω από το κρεβάτι. Ευκίνητος όπως ήταν, στράφηκε και ξαναβγήκε από εκεί που είχε μπει, για να καρφώσει τον πεσμένο μονόφθαλμο με το ξίφος του. Τον χτύπησε μια φορά, μετά δεύτερη, τρίτη, αλλά ο ξεροκέφαλος Κυκλωπιανός σηκώθηκε στα γόνατα μουγκρίζοντας σαν ζώο και γυρίζοντας για να αντιμετωπίσει τον χάφλινγκ.
Ο Όλιβερ, αφού τον κάρφωσε άλλη μια φορά καθώς γύριζε, μετά έβγαλε μια δεύτερη στριγγλιά και χώθηκε πάλι κάτω από το κρεβάτι με τον μανιασμένο Κυκλωπιανό πίσω του.
Από την αρχή η Κατρίν δεν ήταν υπόδειγμα αιχμάλωτης, όμως τώρα επιβεβαίωσε την αρχική της φήμη. Καθώς περνούσε ο Πρεχοτέκ, δέχτηκε ένα χτύπημα από το φτερό του που την κόλλησε στο κρεβάτι κόβοντάς της την ανάσα. Το ένστικτο της φώναζε να τρέξει κοντά στον Λούθιεν για να πεθάνει δίπλα του, γιατί φανταζόταν ότι ήταν αδύνατο να νικήσει αυτό το τέρας. Ταυτόχρονα όμως ήθελε να προκαλέσει όσο μεγαλύτερη ζημιά μπορούσε, έτσι, όταν τη χτύπησε το φτερό και την έριξε πίσω, ακολούθησε την ορμή της κίνησης και έσφιξε τους μυώνες της καθώς έπεφτε στο μαλακό κρεβάτι με τόση δύναμη ώστε αναπήδησε πάλι αμέσως σε καθιστή στάση. Ο δεύτερος Κυκλωπιανός που, έχοντας πέσει ο μισός πάνω στο κρεβάτι και ο μισός κάτω, ήταν ακόμη ζαλισμένος από το χτύπημα του φτερού, παρακολουθούσε περισσότερο τον σύντροφό του ο οποίος προσπαθούσε να τρυπώσει κάτω από το κρεβάτι, παρά την Κατρίν.
Τα χέρια της Κατρίν πέρασαν γύρω από τους ώμους του και η αλυσίδα, που έδενε τους καρπούς της, του έγδαρε το πρόσωπο καθώς κατέβαζε τα χέρια της μπροστά στον χοντρό λαιμό του. Την επόμενη στιγμή ο Κυκλωπιανός αισθάνθηκε δυο πόδια στην πλάτη του, την ώρα που η Κατρίν άρχισε να τραβάει και να σπρώχνει με όλη της τη δύναμη, με την αλυσίδα να σφίγγεται στον λαιμό του μονόφθαλμου.
Η κύρια σκέψη στον νου του Πάραγκορ, όταν εξαφανίστηκε πριν τον φτάσει το ξίφος του Λούθιεν, ήταν ότι είχε κάνει λάθος που κράτησε εδώ τον Πρεχοτέκ. Πριν ακόμη ξαναπάρει υλική μορφή, ο μάγος ήξερε ότι ο δαίμονας θα ορμούσε στον Λούθιεν για να τον σκοτώσει κομματιάζοντάς τον, για να τιμωρήσει τον νεαρό Μπέντγουιρ, την θρυλική Πορφυρή Σκιά, επειδή τον είχε άλλοτε νικήσει πάνω στον πύργο της Μητρόπολης.
Ο Πάραγκορ θυμήθηκε τις προειδοποιήσεις του Θόουατλ, ότι δεν πρέπει να μετατρέψει την Πορφυρή Σκιά σε μάρτυρα, γι’ αυτό η πρώτη του επίθεση, μια αστραπή λευκής ενέργειας, δεν είχε για στόχο της τον Λούθιεν ούτε και κανέναν από τους συντρόφους του, αλλά τον Πρεχοτέκ.
Στο μεταξύ ο δαίμονας είχε πλησιάσει στον Λούθιεν, έτσι η επίθεση του μάγου φάνηκε σαν λάθος σκόπευσης. Η λευκή αστραπή χτύπησε το φτερό του Πρεχοτέκ. Δεν του προκάλεσε βλάβες, αλλά σταμάτησε την επίθεσή του εκτοξεύοντάς τον στον απέναντι τοίχο.
Ο Λούθιεν, που αγωνιζόταν να μην υποκύψει στον τρόμο του, όρμησε μπροστά και κάρφωσε τον Πρεχοτέκ με τον Τυφλωτή βάζοντας όλη του τη δύναμη. Το σπαθί, φτιαγμένο από νάνους του Άιρον Κρος σε παλιές εποχές, είχε λεπίδα από σφυρήλατο μέταλλο με χίλιες επάλληλες στρώσεις. Τώρα, μετά από αιώνες χρήσης, ήταν καλύτερο από τότε που φτιάχτηκε αρχικά, γιατί καθώς φθειρόταν η λεπίδα κάθε στρώμα μετάλλου ήταν πιο σκληρό από το προηγούμενο. Το σπαθί χώθηκε βαθιά στο σώμα του δαίμονα. Ο Λούθιεν αγνόησε το καυτό πρασινωπό αίμα που πετάχτηκε από τον τρυπημένο κορμό του Πρεχοτέκ και συνέχισε να σπρώχνει ρίχνοντας όλο του το βάρος. Ο Τυφλωτής βυθίστηκε στο σώμα του δαίμονα μέχρι την πετραδοστόλιστη χρυσή λαβή του, τον όρθιο δράκοντα. Οι μυτερές άκρες των ανασηκωμένων φτερών του δράκοντα, του προστατευτικού της λαβής, άνοιξαν μικρές τρύπες στη σάρκα του δαίμονα.
Ο Λούθιεν, γρυλλίζοντας και ουρλιάζοντας κοίταξε τα πύρινα μάτια του δαίμονα με την πεποίθηση ότι είχε νικήσει, πιστεύοντας ότι κανένα πλάσμα, ούτε καν ένα τέρας της Αβύσσου, δεν θα μπορούσε να αντέξει ένα τέτοιο χτύπημα.
Ο Πρεχοτέκ φαινόταν να υποφέρει, πράσινο αίμα ανάβλυζε από το τραύμα του, αλλά σιγά-σιγά ένα άγριο χαμόγελο απλώθηκε στο φιδίσιο πρόσωπό του. Ένας τρεμάμενο χέρι με μακριά νύχια απλώθηκε να πιάσει τον Λούθιεν, που οπισθοχώρησε όσο μπορούσε μην τολμώντας να τραβήξει το σπαθί. Ένα αργόσυρτο σιγανό μούγκρισμα ακούστηκε από το στόμα του δαίμονα. Το εξασθενημένο χέρι του Πρεχοτέκ έπιασε τον Λούθιεν από τον χιτώνα και τον έσπρωξε. Ο γίγαντας των τρισήμισι μέτρων τέντωσε το μακρύ του χέρι σπρώχνοντας τον Λούθιεν πίσω βήμα προς βήμα και, καθώς εκείνος δεν τολμούσε να αφήσει τον Τυφλωτή, το ξίφος ακολούθησε βγαίνοντας βαθμιαία από το τραύμα.
Όταν τεντώθηκε τελείως το χέρι του Πρεχοτέκ, ο Τυφλωτής ήταν μόνο μερικά εκατοστά μέσα στο στήθος του τέρατος. Ο Λούθιεν τον τράβηξε έξω και τον σήκωσε με δύναμη ίσια προς τα πάνω τραυματίζοντας τον Πρεχοτέκ στο κάτω μέρος του σαγονιού. Πριν προλάβει όμως να κάνει τίποτε άλλο, ο δαίμονας τον άρπαξε πιο σφιχτά και τον πέταξε μακριά, δίπλα στην πόρτα.
Ο Λούθιεν κατρακύλησε ελεγχόμενα και, πατώντας στα πόδια του, βρέθηκε όρθιος για να δει τον Πάραγκορ να ρίχνει ένα ξόρκι στοχεύοντας προς το μέρος του. Βουτώντας έξω, μέσα από την ανοιχτή πόρτα, την έκλεισε πίσω του.
Η πόρτα βρόντηξε ακόμη πιο δυνατά, όταν τη χτύπησε η αστραπή του Πάραγκορ σκίζοντας το ξύλο στη μέση από πάνω μέχρι κάτω και τινάζοντας σκλήθρες στο διάδρομο. Ο Λούθιεν πετάχτηκε πάνω αστραπιαία, έτοιμος να ορμήσει πάλι μέσα, αλλά αναγκάστηκε να κάνει μια δεύτερη βουτιά στο πλάι, καθώς η πόρτα διαλύθηκε τελείως και όρμησε έξω ο Πρεχοτέκ.
Ο Λούθιεν έτρεξε να χωθεί ανάμεσα στην πόρτα και την πλάτη του τέρατος. Είδε την Κατρίν στο κρεβάτι να σφίγγει με όλη της τη δύναμη και τον Κυκλωπιανό να αγκομαχά γρατσουνώντας τα χέρια και τους καρπούς της. Είδε τον δεύτερο μονόφθαλμο να κινείται μάταια δεξιά-αριστερά προσπαθώντας να χωθεί κάτω από το κρεβάτι, ενώ το ξίφος του Όλιβερ τον τρυπούσε ολοένα.
«Φύγετε!» φώναξε ο Λούθιεν στον Όλιβερ και, βγάζοντας την κεχριμπαριά πέτρα από την τσέπη της ζώνης του, την έστειλε να κυλήσει κάτω από το κρεβάτι, ελπίζοντας ότι ο χάφλινγκ θα τη δει και θα βρει την ευκαιρία να πάρει την Κατρίν μαζί του, αν αυτή η πέτρα ήταν όντως μια μέθοδος διαφυγής.
Στο μεταξύ ο Πάραγκορ πλησίαζε με το σκοτεινά του μάτια καρφωμένα στον Λούθιεν, σαν να μην είχε τίποτε άλλο σημασία στον κόσμο. Τα μαλλιά του ήταν ορθωμένα πίσω από τα αφτιά, έτσι ώστε ήταν εξίσου τερατώδης με τον Πρεχοτέκ.
Ο Λούθιεν αποδέχθηκε ότι δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τον μάγο και τον δαίμονα, αλλά δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που είχε σημασία ήταν να ξεφύγουν η Κατρίν και ο Όλιβερ. Έτσι, αφού γύρισε μουγκρίζοντας με μανία, κατέβασε τον Τυφλωτή στην πλάτη του Πρεχοτέκ ανάμεσα στα φτερά.
Ο δαίμονας ούρλιαξε και γύρισε αστραπιαία αυλακώνοντας τον αέρα με τα νύχια του, αλλά ο Λούθιεν είχε κυλήσει κιόλας στο πλάι, με αποτέλεσμα το χέρι του Πρεχοτέκ να βρει μόνο το κούφωμα της πόρτας και τα ξύλα που είχαν απομείνει πάνω του, τινάζοντας μια βροχή από σκλήθρες στο πρόσωπο του Πάραγκορ.
«Ανόητε!» φώναξε ο δούκας πιάνοντας το ματωμένο πρόσωπό του. «Μην τον σκοτώσεις!»
Την ίδια στιγμή που ο Πάραγκορ φώναζε αυτήν τη διαταγή, ο Τυφλωτής κατέβηκε πάλι καταφέρνοντας ένα τρομερό χτύπημα στο πλάι του κεφαλιού του σκυμμένου δαίμονα. Ο Πρεχοτέκ έβγαλε μια γοερή κραυγή, έτσι ώστε έγινε φανερό ότι καμιά εντολή του μάγου, καμιά λογική δεν μπορούσε πια να σταματήσει τη μανία του. Γύρισε έξαλλος γεμίζοντας τον διάδρομο με τον τεράστιο όγκο του, για να μην μπορεί ο Λούθιεν να γλιστρήσει πάλι πίσω του.
Στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο, ο δαίμονας ακόμη σκυμμένος με τα φτερά κολλημένα στην πλάτη του για να μην προσκρούουν στους τοίχους. Ο διάδρομος ήταν μικρός και μάλλον στενός, ενώ το ταβάνι δεν ήταν αρκετά ψηλό για να χωρέσει το πελώριο τέρας. Ο Πρεχοτέκ όμως μπορούσε να πολεμήσει εύκολα, ακόμη και με αυτές τις συνθήκες.
Ο Λούθιεν έσκυψε κι αυτός οπισθοχωρώντας στον διάδρομο καθώς πλησίαζε ο δαίμονας. Όταν τα χέρια με τα μακριά νύχια προσπαθούσαν να τον αρπάξουν, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Λούθιεν ήταν να αποκρούει τινάζοντας το σπαθί του πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Σε μια στιγμή σκόνταψε πάνω σε έναν από τους νεκρούς Κυκλωπιανούς και κόντεψε να πέσει — ήξερε ότι, αν έπεφτε, η ζωή του θα έβρισκε ξαφνικό και βίαιο τέλος.
Ξαναβρήκε την ισορροπία του και, κοιτάζοντας τον εχθρό του, είδε κατάπληκτος δύο κόκκινες ακτίνες με μήκος στιλέτου να βγαίνουν από τα μάτια του Πρεχοτέκ. Ένα ακόμη απαίσιο χαμόγελο απλώθηκε στο φιδίσιο μούτρο του, καθώς ο δαίμονας αλληθώρισε τα μάτια του για να διασταυρώσει τις ακτίνες. Όταν οι ακτίνες άγγιξαν η μία την άλλη, από το σημείο της συνάντησής τους εκτοξεύτηκε μια τρίτη, που χτύπησε τον Λούθιεν στη μέση του στήθους και τον πέταξε πίσω.
Προσπάθησε να πάρει ανάσα, αισθάνθηκε το κάψιμο στο σημείο του αφόρητου πόνου και είδε το χαμογελαστό τέρας να πλησιάζει πάλι. Προσπάθησε να οπισθοχωρήσει, το ένστικτο του φώναζε να το βάλει στα πόδια, αλλά η πόρτα πίσω του ήταν κλεισμένη κι άλλωστε άνοιγε μόνο προς τη μία μεριά, προς τον διάδρομο.
Αν σκεφτόταν ψύχραιμα, θα μπορούσε να παραμερίσει και να ανοίξει την πόρτα διαφεύγοντας έτσι στο μεγάλο παλάτι. Αλλά δεν μπορούσε να καθυστερήσει για να σκεφτεί, με τον πόνο που τον διαπερνούσε και τον Πρεχοτέκ τόσο κοντά του να απλώνει τα μεγάλα χέρια του για να τον αρπάξει. Μετά, η ευκαιρία χάθηκε εντελώς όταν ο Πρεχοτέκ με ένα μαγικό ξόρκι έκανε την πόρτα να φουσκώσει και να στραβώσει, έτσι που δεν άνοιγε πια καθόλου.
«Θα πέσεις επιτέλους κάτω να πεθάνεις, φρικτή διασταύρωση ψαριού με γουρούνι;» φώναξε ο Όλιβερ καρφώνοντας άλλη μια φορά τον Κυκλωπιανό. Τον είχε τρυπήσει ήδη είκοσι φορές τουλάχιστον. Το πρόσωπό του, το στήθος του και τα δύο χέρια του ήταν γεμάτα αίματα. Αλλά ο μονόφθαλμος δεν ξεφώνιζε, δεν διαμαρτυρόταν, μα ούτε κι υποχωρούσε.
Κάτι κύλησε δίπλα στον Όλιβερ, ενώ συγχρόνως ο χάφλινγκ άκουγε τον Λούθιεν να του φωνάζει να φύγει. Το άρπαξε χωρίς να ξέρει καν τι είναι και μετά άλλαξε τακτική. Κάρφωσε άλλη μια φορά τον Κυκλωπιανό, αλλά μετά οπισθοχώρησε αφήνοντας τον αντίπαλό του να χωθεί πιο βαθιά κάτω από το κρεβάτι. Όταν εκείνος μπήκε όλος από κάτω, ο Όλιβερ, πιο μικρός και ευκίνητος σε τόσο στενό χώρο, τον κάρφωσε στο μέτωπο και μετά βγήκε έξω από την άλλη μεριά. Όταν σηκώθηκε όρθιος, βρήκε την Κατρίν να εξακολουθεί το σφίξιμο της αλυσίδας με όλη της τη δύναμη, αν και ο στραγγαλισμένος φρουρός δεν πάλευε πια.
«Νομίζω ότι μπορείς να σταματήσεις τώρα», της είπε, οπότε η Κατρίν συνειδητοποίησε επιτέλους ότι ο αντίπαλός της είχε πεθάνει. «Αλλά αν θέλεις να παλέψεις κι άλλο», συνέχισε ο Όλιβερ, πηδώντας ταυτόχρονα μακριά από το κρεβάτι καθώς πήγε να τον αρπάξει ο άλλος Κυκλωπιανός που ήταν πεσμένος ακόμη στα τέσσερα, «περίμενε μια στιγμή».
Ο χάφλινγκ απομακρύνθηκε ενώ η Κατρίν σηκωνόταν όρθια. Κοίταξε προς την πόρτα, το ίδιο κι ο Όλιβερ, απ’ όπου είδαν στον διάδρομο τον Πάραγκορ να προσπαθεί να βγάλει κάτι από το ματωμένο πρόσωπό του.
Μετά η προσοχή της Κατρίν στράφηκε πάλι σ’ ένα πιο άμεσο πρόβλημα: τον Κυκλωπιανό, που είχε ξαναβγεί κάτω από το κρεβάτι. Περίμενε σκυφτή και, μόλις εκείνος σηκώθηκε όρθιος, του φώναξε. Καθώς γύριζε, η Κατρίν έκανε βουτιά περνώντας την αλυσίδα των χεριών της κάτω από το σαγόνι του, ενώ ταυτόχρονα πηδούσε με μια τούμπα πάνω από τους ώμους του.
Προσγειώθηκε στα γόνατα τραβώντας τον Κυκλωπιανό κι αναγκάζοντάς τον να γείρει προς τα πίσω. Θεώρησε αυτή την κίνηση εκπληκτικά έξυπνη και θανάσιμη, αλλά ο Κυκλωπιανός ήταν πολύ πιο δυνατός απ’ ό,τι περίμενε, ενώ η ίδια δεν ήταν πολύ βαριά. Έτσι, ο μονόφθαλμος έφερε τα χέρια πάνω από τους ώμους του, έπιασε την Κατρίν από τους αγκώνες και την τράβηξε τόσο δυνατά ώστε εκείνη ξεφώνισε από πόνο.
Ο Όλιβερ, που περιεργαζόταν την κεχριμπαριά πέτρα, πήγε με όλη του την άνεση για να σταθεί μπροστά στον απασχολημένο μονόφθαλμο. Αυτός δεν τον πρόσεξε καν, καθώς προσπαθούσε να κοιτάξει την Κατρίν πίσω του.
«Γκουχ, γκουχ», ξερόβηξε ο χάφλινγκ χτυπώντας τον Κυκλωπιανό στην κορυφή του κεφαλιού με το ξίφος του.
Αυτός χαλάρωσε τη λαβή του πάνω στην Κατρίν και γύρισε αργά, για να δει μπροστά του την αιχμή του ξίφους του Όλιβερ.
»Θα σε πονέσει», τον πληροφόρησε ο χάφλινγκ και το ξίφος τινάχτηκε μπροστά.
Ο μονόφθαλμος στο μεταξύ είχε αφήσει αλαφιασμένος την Κατρίν και προσπαθούσε να αρπάξει το ξίφος, αλλά ο Όλιβερ ήταν πολύ γρήγορος, με αποτέλεσμα η αιχμή να καρφωθεί στο μάτι του Κυκλωπιανού.
Ο Όλιβερ απομακρύνθηκε εξετάζοντας πάλι την πέτρα, προσπαθώντας να θυμηθεί όσα τους είχε πει η Σιόμπαν όταν την έδωσε στον Λούθιεν. Η Κατρίν, με τα χέρια της ελεύθερα πάλι καθώς ο τυφλωμένος Κυκλωπιανός ούρλιαζε και σφάδαζε άσκοπα, γύρισε προς το μέρος του σταυρώνοντας την αλυσίδα γύρω από τον λαιμό του.
Αν την άρπαζε πάλι ο φρουρός ίσως κατάφερνε να ελευθερωθεί από τον θανάσιμο βρόχο, αλλά ήταν πια τρελός από τον πόνο. Σφάδαζε, χτυπιόταν, στριφογύριζε πότε από τη μια μεριά και πότε από την άλλη. Η Κατρίν τον ακολουθούσε, με την αλυσίδα να κάνει τη θανάσιμη δουλειά της.
Ο Όλιβερ δεν ασχολιόταν πια μ’ αυτό το θέμα. Προχώρησε μπροστά από τα πόδια του κρεβατιού και πέταξε την κεχριμπαριά πέτρα στον τοίχο φωνάζοντας τρεις φορές το όνομα του Μπριντ’Αμούρ. Η πέτρα έσπασε, αλλά πριν προλάβει να πέσει στο δάπεδο έστω κι ένα κομμάτι της, ξαφνικά μετατράπηκε σε κάτι άυλο που άρχισε να στροβιλίζεται σαν ομίχλη και έγινε μέρος του τοίχου μεταμορφώνοντάς τον.
Ο Όλιβερ, αναγνωρίζοντας το μαγικό τούνελ, κατάλαβε ότι αυτός και η Κατρίν μπορούσαν τώρα να ξεφύγουν. «Α, ο καλός μου Μπριντ’Αμούρ!» είπε ο χάφλινγκ, πριν μεταφέρει το βλέμμα του από τον μαγικό διάδρομο στη σπασμένη πόρτα. Στον διάδρομο δεν φαινόταν κανείς από τους τρεις, ούτε ο Λούθιεν, ούτε ο δαίμονας, ούτε ο μάγος.
»Μεγάλος μπελάς να είσαι φίλος», ψιθύρισε ξεκινώντας για την πόρτα.
Πριν προλάβει όμως να κάνει τρία βήματα, δυο μορφές φάνηκαν μέσα από την κεχριμπαριά ομίχλη και όρμησαν στο δωμάτιο. Ο Όλιβερ τους κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Η Κατρίν, αποτελειώνοντας τον δεύτερο Κυκλωπιανό, τολμούσε τώρα να ελπίζει.
Ο Μπριντ’Αμούρ με τον Έσταμπρουκ.
Οι αποκρούσεις έρχονταν η μία μετά την άλλη, με τον Τυφλωτή να κινείται μπρος-πίσω, δεξιά-αριστερά, σταματώντας το φριχτό χέρι λίγο πριν χτυπήσει τον Λούθιεν ή λίγο μετά, πριν προλάβει ο δαίμονας να τον αρπάξει καλά ή να χώσει πολύ βαθιά τα τρομερά του νύχια. Ο Λούθιεν δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη. Το ήξερε αυτό, όπως ήξερε επίσης ότι δεν μπορούσε να αντιδράσει με κανέναν άλλο τρόπο.
Δυο κόκκινες σαν αίμα ακτίνες άρχισαν πάλι να βγαίνουν από τα πύρινα μάτια του Πρεχοτέκ.
Ο Λούθιεν ούρλιαξε. Στήριξε το ένα πόδι του στην πόρτα και πήδησε προς το τέρας περνώντας ανάμεσα στα απλωμένα χέρια του. Ξαφνικά έσκυψε καθώς ο Πρεχοτέκ αλληθώρισε τα μάτια του. Οι δυο ακτίνες ενώθηκαν εκτοξεύοντας την κόκκινη αστραπή, που πέρασε πάνω από το κεφάλι του Λούθιεν και χτύπησε την πόρτα ανοίγοντας μια μεγάλη ρωγμή.
Ο Λούθιεν κάρφωσε με το σπαθί του ίσια μπροστά χτυπώντας τον Πρεχοτέκ στην κοιλιά. Μετά, αφού σπάθισε δεξιά αυλακώνοντας το φτερό του δαίμονα, πετάχτηκε κι ο ίδιος δεξιά προσπαθώντας να περάσει ανάμεσα στον Πρεχοτέκ και τον τοίχο, ώστε να βγει στο ελεύθερο μέρος του διαδρόμου.
Ο Πρεχοτέκ γύρισε και, παρ’ όλο που δεν μπορούσε με το τεράστιο σώμα του να προλάβει τις κινήσεις του Λούθιεν, κατάφερε να σηκώσει το πόδι του και να τον χτυπήσει με το γόνατο στα πλευρά πετώντας τον με δύναμη πάνω στον τοίχο του διαδρόμου.
Ο Λούθιεν, αφού προσέκρουσε πάνω στον τοίχο, πετάχτηκε από την άλλη μεριά και προσπάθησε να απομακρυνθεί στα τέσσερα γδέρνοντας γόνατα κι αγκώνες, αγκομαχώντας, αγωνιζόμενος να φτάσει πάλι στην πόρτα του δωματίου του μάγου, μολονότι ο πόνος ήταν τόσο δυνατός ώστε δεν μπορούσε καν να σηκώσει το κεφάλι του για να κοιτάξει πού πήγαινε.
Είδε τον καφεκίτρινο χιτώνα του μάγου, αρρωστημένο χρώμα για έναν αρρωστημένο άνθρωπο.
Κατάφερε να σταθεί στα γόνατα, στήριξε την πλάτη του στον τοίχο και σηκώθηκε έτσι όρθιος. Πριν προλάβει ακόμη να ισιώσει τελείως το σώμα του, πριν ακόμη κοιτάξει τον Πάραγκορ, άκουσε το κροτάλισμα της ενέργειας.
Μπλε γραμμές διέγραφαν τόξα ανάμεσα στα δάχτυλα του Πάραγκορ και, όταν τίναξε τα χέρια του προς τον Λούθιεν, οι γραμμές επιμηκύνθηκαν τυλίγοντάς τον με ένα στρώμα ενέργειας.
Ο Λούθιεν αισθάνθηκε όλο το σώμα του να τινάζεται σπασμωδικά. Τα μαλλιά του ορθώθηκαν, ενώ το σαγόνι του συσπώταν τόσο δυνατά ώστε δάγκωσε επανειλημμένα τη γλώσσα του γεμίζοντας το στόμα του με αίμα. Προσπάθησε να κοιτάξει τον μάγο, αλλά οι μυώνες του δεν υπάκουαν. Οι σπασμοί συνεχίστηκαν. Χτύπησε το κεφάλι του τόσο δυνατά στον τοίχο πίσω του που χρειάστηκε να παλέψει για να μη χάσει τις αισθήσεις του.
Μόλις που αντιλήφθηκε την κίνηση, όταν ο Πρεχοτέκ γύρισε και προχώρησε προς το μέρος του, με το χέρι απλωμένο για να τον αρπάξει από το κεφάλι.
Με ένα θριαμβευτικό μουγκρητό, το τέρας πήγε να πιάσει τη λεία του σκοπεύοντας να λιώσει το κρανίο του Λούθιεν. Αλλά η ενέργεια που είχε τυλίξει τον νεαρό, άστραψε με την επαφή τινάζοντας μακριά το χέρι του δαίμονα. Ο Πρεχοτέκ κοίταξε τον Πάραγκορ με το φιδίσιο πρόσωπό του συσπασμένο από οργή.
«Δεν θα τον σκοτώσεις αυτόν!» είπε ο δούκας. «Είναι δικός μου. Πήγαινε στην ερωμένη του και κάνε της ό,τι θέλεις!»
Ο Λούθιεν το άκουσε. Παρά τα κροταλίσματα και τον πόνο, παρά το τρίξιμο που έβγαζαν τα ίδια του τα κόκαλα καθώς τρανταζόταν από τους σπασμούς, το άκουσε. Ο Πάραγκορ είχε στείλει τον Πρεχοτέκ στην Κατρίν. Του είχε δώσει την άδεια να τη σκοτώσει… ή να της κάνει κάτι ακόμη χειρότερο.
«Όχι», μούγκρισε, βγάζοντας με δυσκολία τη λέξη από το στόμα του. Ίσιωσε το κορμί του χρησιμοποιώντας για στήριγμα τον τοίχο και, με τη δύναμη της θέλησής του μόνο, κατάφερε να σταθεροποιήσει το σώμα του αρκετά για να κοιτάξει τον δούκα κατάματα.
Ενώ ο Πάραγκορ κι ο Πρεχοτέκ κοίταζαν το παλληκάρι με σεβασμό, ο Λούθιεν είδε πάνω από τον ώμο του δούκα τον μάγο με τον μπλε χιτώνα στην ανοιχτή πόρτα του δωματίου.
Τα χέρια του Μπριντ’Αμούρ κινούνταν σε κύκλους καθώς έλεγε ένα ξόρκι. Πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα, έφερε τα χέρια πίσω δεξιά και αριστερά από το κεφάλι του και μετά τα τίναξε μπροστά φυσώντας ταυτόχρονα με όλη του τη δύναμη.
Μια παράξενη εικόνα ήλθε στον Λούθιεν, ο μάγος σε παιδική ηλικία να σβήνει τα κεράκια πάνω στην τούρτα των γενεθλίων του.
Ακολούθησε μια φωτεινή έκρηξη μαζί με μια ξαφνική, δυνατή ριπή ανέμου, που κόλλησε τον Λούθιεν πάνω στον τοίχο παρασύροντας ταυτόχρονα την ενέργεια, η οποία έβγαινε από τα χέρια του Πάραγκορ, και ελευθερώνοντας τον παγιδευμένο νέο.
Ο Πάραγκορ παραπάτησε, αλλά αμέσως μετά γύρισε και κοίταξε άγρια τον νέο του αντίπαλο. Τον γνώρισε, ήταν ο γέρος που είχε δει στη μαντική λεκάνη. Και τώρα, με αυτή την επίδειξη δύναμης από μέρους του, ο Πάραγκορ συνειδητοποίησε ότι ήταν ένας μάγος.
«Εσύ!» μούγκρισε άγρια, και ο Μπριντ’Αμούρ κατάλαβε ότι ο μάγος-δούκας, που ήξερε την ιστορία της αρχαίας αδελφότητας και που σίγουρα ο Γκρινσπάροου τον είχε προειδοποιήσει για τον γέροντα, αντιλήφθηκε επιτέλους ποιος είναι. Με μια πρωτόγονη κραυγή, ο Πάραγκορ σήκωσε τα χέρια του που άρχισαν να λάμπουν με εκείνο το άρρωστημένο καφεκίτρινο χρώμα. Ο δούκας όρμησε για να αρπάξει τον γέρο-μάγο από τον λαιμό.
Όταν ο Λούθιεν συνήλθε αρκετά για να κοιτάξει γύρω του, είδε ότι ήταν πεσμένος κάτω, με ένα πέπλο από χρυσό φως να αιωρείται στον αέρα από πάνω του. Διέκρινε τη γιγάντια σκοτεινή μορφή του Πρεχοτέκ μέσα από το πέπλο και είδε το τεράστιο πόδι του δαίμονα να σηκώνεται από πάνω του.
Ο Λούθιεν έκλεισε τα μάτια προσπαθώντας να αρπάξει το σπαθί του, αλλά δεν προλάβαινε πια να κάνει τίποτα, έτσι ούρλιαξε σίγουρος ότι ο δαίμονας θα τον έλιωνε.
Αμέσως όμως ακούστηκε να ουρλιάζει ο ίδιος ο Πρεχοτέκ με τρομερές, φρικτές κραυγές αγωνίας, γιατί όταν το πόδι του μπήκε μέσα στο χρυσαφένιο πέπλο, διαλύθηκε σαν να το κατέφαγε κάποιο οξύ.
Τα χέρια του Μπριντ’Αμούρ, λάμποντας με μια άγρια γαλάζια λάμψη ίδια με το χρώμα του χιτώνα του, υψώθηκαν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση του δούκα. Έπιασε τα χέρι του Πάραγκορ και αισθάνθηκε την αρρώστια που ακτινοβολούσαν, μια ενέργεια που ζάρωνε και σάπιζε ό,τι άγγιζε. Ο Μπριντ’Αμούρ απάντησε με τον μοναδικό τρόπο που ήξερε, λέγοντας ψαλμούς θεραπείας και ψαλμούς ψύξης που θα παρέλυαν τις αόρατες μύγες της αρρώστιας, τις οποίες εξέπεμπε ο Πάραγκορ.
Στο μεταξύ ο Πάραγκορ γρύλλιζε στριφογυρίζοντας από ’δώ κι από ’κεί, ενώ συγχρόνως έσπρωχνε με όλη του τη δύναμη. Όμως ο Μπριντ’Αμούρ τον ακολουθούσε, στρεφόταν κι αυτός απαντώντας σε κάθε κίνηση του δούκα. Ξαφνικά ο Πάραγκορ, ελευθερώνοντας το ένα χέρι του, προσπάθησε να χτυπήσει τον Μπριντ’Αμούρ στο πρόσωπο.
Ο γέρο-μάγος σταμάτησε το χτύπημα με το χέρι του, όμως στο σημείο όπου τον άγγιξε ο Πάραγκορ το δέρμα του ρυτίδωσε κι άνοιξε σχηματίζοντας μια αιμάσσουσα πληγή. Ο Μπριντ’Αμούρ απάντησε χτυπώντας με την παλάμη του τη μύτη του Πάραγκορ Στο σημείο όπου η μπλε ενέργεια άγγιξε το δέρμα του δούκα, η σάρκα άσπρισε κι έγινε συμπαγής σαν κρύσταλλος πάγου.
Ο δούκας άρπαξε αγκομαχώντας το χέρι του Μπριντ’Αμούρ και η πάλη συνεχίστηκε. Ο Πάραγκορ προσπάθησε να τραβήξει τον αντίπαλό του στο πλάι αλλά, προς μεγάλη του έκπληξη, ο γέρο-μάγος δεν αντιστάθηκε, αντίθετα έριξε και το δικό του βάρος στην κίνηση, με αποτέλεσμα να κατρακυλήσουν μαζί στον διάδρομο μακριά από τον Λούθιεν και τον Πρεχοτέκ.
Ο Λούθιεν παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα τον Πρεχοτέκ, που δεν μπόρεσε να σταματήσει έγκαιρα την αρχική του κίνηση, με αποτέλεσμα να έχει βυθιστεί ήδη το πόδι του μέχρι τον αστράγαλο μέσα στο χρυσό φως.
Όχι, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν, δεν ήταν φως. Δεν ήταν ένα ενιαίο φωτεινό στρώμα, όπως νόμισε στην αρχή, αλλά ένα πλήθος από μικροσκοπικές φωτεινές κουκκίδες μυτερές και κοφτερές σαν διαμάντια, που στροβιλίζονταν τόσο γρήγορα ώστε να φαίνονται σαν ένα φως.
Τώρα οι κουκκίδες κατέτρωγαν τη σάρκα του δαίμονα, τη διέλυαν και την εξαφάνιζαν!
Όλα έγιναν κόκκινα ξαφνικά όταν ο Πρεχοτέκ εξαπέλυσε άλλον ένα κόκκινο κεραυνό από τα μάτια, όμως μια στιγμή αργότερα ο Λούθιεν αισθάνθηκε το αίμα του δαίμονα να πέφτει πάνω του. Παραμέρισε για να το αποφύγει βλέποντας ότι το προστατευτικό στρώμα που δημιούργησε ο Μπριντ’Αμούρ είχε χαθεί μαζί με το μισό πόδι του Πρεχοτέκ. Το οξύ, που είχε ο δαίμονας για αίμα, ανάβλυζε από το κομμένο πόδι πιτσιλίζοντας τον τοίχο, το δάπεδο και τον Λούθιεν.
Έπιασε το σπαθί του και απομακρύνθηκε από τον τραυματισμένο δαίμονα κυλώντας. Σηκώθηκε στα γόνατα τη στιγμή που πέρασαν δίπλα του ο Όλιβερ με προτεταμένο το λεπτό του ξίφος μαζί με τον Έσταμπρουκ, τον Μαύρο Ιππότη, που το σπαθί του άστραφτε από ένα άγριο λευκό φως.
Ο Λούθιεν προσπάθησε να σηκωθεί για να επιτεθεί κι αυτός στον Πρεχοτέκ, αλλά δεν είχε τη δύναμη. Ξαφνικά βρέθηκε δίπλα του η Κατρίν, τον ανασήκωσε πιάνοντάς τον από τους ώμους και τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Καθώς τον φιλούσε στο μάγουλο, ο Λούθιεν είδε ότι είχε πάρει ένα ρόπαλο από κάποιον νεκρό φρουρό.
«Πρέπει να φύγω», του ψιθύρισε κι απομακρύνθηκε τρέχοντας, όχι προς τον Όλιβερ, τον Έσταμπρουκ και τον δαίμονα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας πίσω, είδε τον Μπριντ’Αμούρ με τον Πάραγκορ να κυλούν και να σφαδάζουν στο δάπεδο ξεφωνίζοντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Το θέαμα έβγαλε ακόμη περισσότερο το παλληκάρι από τη νάρκη του. Μπορούσε να ελέγξει τους μυώνες του τώρα, αλλά κάθε κίνηση του προκαλούσε τρομερό πόνο! Παρ’ όλα αυτά ήξερε ότι δεν πρέπει να κάθεται άπραγος, ήξερε ότι δεν είχαν νικήσει ακόμη.
«Μπλιαχ!» έκανε ο Όλιβερ, καθώς φρενάριζε πριν πατήσει τη λίμνη που είχε σχηματίσει το αίμα του δαίμονα.
Ο Πρεχοτέκ, που έστεκε ακουμπώντας στον τοίχο, φάνηκε να μην προσέχει τον Όλιβερ. Κοίταξε πάνω από το κεφάλι του χάφλινγκ το αστραφτερό σπαθί και τον άνθρωπο με την πανοπλία, αυτό τον ιππότη, αυτό τον ευγενή πολεμιστή, απομεινάρι μιας πιο παλιάς και ιερής εποχής. Ο δαίμονας αναγνώρισε ποιος ήταν, ο πιο μισητός απ’ όλους τους ανθρώπους.
«Παλαδίνε!» μούγκρισε ο Πρεχοτέκ, με τα σάλια του να τρέχουν στο δάπεδο. Τα νυχτεριδίσια φτερά απλώθηκαν έτσι ώστε το τέρας, παρά το μισοδιαλυμένο πόδι του, ανασηκώθηκε στην πιο εντυπωσιακή του στάση, όσο πιο ψηλά του επέτρεπε ο διάδρομος.
Ο Όλιβερ εντυπωσιάστηκε από την επίδειξη του δαίμονα, αλλά ο Έσταμπρουκ, επικαλούμενος τον Θεό, τραγουδώντας ευφρόσυνα, όρμησε πάνω του και κατέβασε το σπαθί του σε ένα τρομερό χτύπημα. Ο Όλιβερ είδε το θάρρος του και, αναγνωρίζοντας το όνομα που είχε χρησιμοποιήσει ο δαίμονας, κατάλαβε ποιος ήταν στην πραγματικότητα αυτός ο άνθρωπος που είχαν συναντήσει στα υψίπεδα του Έραντοχ. «Ντουζπέ…» ψιθύρισε.
Ο Έσταμπρουκ έκοψε το ανασηκωμένο χέρι του Πρεχοτέκ.
Το άλλο χέρι του δαίμονα τον χτύπησε δυνατά. Από τα μάτια του Πρεχοτέκ πετάχτηκαν οι διπλές ακτίνες και η κόκκινη αστραπή διαπέρασε την πανοπλία του ιππότη σημαδεύοντας την καρδιά του. Το κομμένο χέρι του Πρεχοτέκ έγινε ένα όπλο, καθώς άρχισε να το κουνάει δεξιά-αριστερά στέλνοντας το διαβρωτικό του αίμα πάνω στις σχισμές του κράνους του Έσταμπρουκ.
Μα ο ιππότης συνέχισε να τραγουδά, παρά την τύφλωση και τον πόνο. Το σπαθί του χτυπούσε ασταμάτητα, τραυματίζοντας τον δαίμονα στο φτερό, μετά αυλακώνοντας το στήθος του Πρεχοτέκ με τρομακτική δύναμη.
Ο δαίμονας, που προσπαθούσε να ισορροπήσε: στο ένα πόδι, ταλαντεύτηκε και παραλίγο να πέσει. Μετά όμως όρμησε πάλι μανιασμένα με μια τρομερή γροθιά, που αντήχησε σαν γκονγκ όταν βρήκε το κράνος του Έσταμπρουκ εκτοξεύοντας τον ιππότη σε μια γωνία δίπλα στη σπασμένη πόρτα.
Οι δυο μάγοι, αφού άφησαν τελικά ο ένας τον άλλο, σηκώθηκαν όρθιοι, ζαλισμένοι και τραυματισμένοι. Ο Μπριντ’Αμούρ είχε πληγές στο δέρμα του ενώ τα μανίκια του μπλε χιτώνα του ήταν κουρελιασμένα. Αλλά κι ο Πάραγκορ δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση, το ένα πόδι του ήταν παγωμένο και παράλυτο και είχε κάμποσα παγωμένα μπαλώματα στο πρόσωπο και στα χέρια του. Ο δούκας τραντάχτηκε από ένα ρίγος που. ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήξερε αν οφειλόταν στο κρύο ή στο θυμό.
Έψελναν και οι δύο συγκεντρώνοντας την ενέργειά τους. Ο Μπριντ’Αμούρ άφησε τον Πάραγκορ να προηγηθεί και, όταν ο δούκας εξαπέλυσε μια κίτρινη αστραπή, ο γέροντας απάντησε με μια ίδια αστραπή από εκτυφλωτική μπλε ενέργεια.
Οι δύο αστραπές δεν σταμάτησαν, ούτε καν επιβράδυναν η μία την άλλη, έτσι οι δυο μάγοι δέχτηκαν τα τρομερά πλήγματα, με την ενέργεια να χτυπά στο κεφάλι και τους ώμους τους και να τους τραντάζει τυλίγοντάς τους μέχρι τα πόδια.
«Πανάθεμά σε!» γρύλλισε ο Πάραγκορ. Έμοιαζε έτοιμος να πέσει. Το ίδιο όμως και ο Μπριντ’Αμούρ — ο γέρο-μάγος είχε μείνει κατάπληκτος με την τρομερή δύναμη του δούκα.
Αλλά ο Πάραγκορ πλησίαζε στο τέλος της αντοχής του όπως και ο Μπριντ’Αμούρ, και εκείνο που έδωσε τέλος στη μάχη δεν ήταν ούτε τα μαγικά ξόρκια ούτε καν κάποιο μαγικό όπλο.
Η Κατρίν Ο’ Χέιλ πλησίασε αθόρυβα πίσω από τον δούκα και κατέβασε το κυκλωπιανό ρόπαλο στη μέση του κεφαλιού του, ακριβώς ανάμεσα στα “φτερά” των μαλλιών του. Ο λαιμός του Πάραγκορ μαζεύτηκε και το κρανίο του υποχώρησε. Όλο του το σώμα φάνηκε να αναπηδά, αλλά κατάφερε να μείνει όρθιος μόνο για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ακόμη, πριν σωριαστεί κάτω νεκρός.
Για τον Πρεχοτέκ δεν υπήρχε ανάπαυλα από τη μάχη. Πριν προλάβει να γυρίσει, το λεπτό ξίφος του Όλιβερ άνοιξε μια τρύπα ανάμεσα στα πλευρά του, από τη μοναδική μεριά που δεν ήταν τραυματισμένος, ενώ ακόμη πιο καταστροφική ήταν η μανία του Λούθιεν Μπέντγουιρ.
Ο Λούθιεν δεν ήξερε το όνομα που πρόφερε ο Πρεχοτέκ —“παλαδίνος”— μάντευε όμως την αλήθεια για τον Έσταμπρουκ, καταλάβαινε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε ιππότης αλλά ένας άγιος-πολεμιστής, που η δύναμή του στηριζόταν σε ηθικές αρχές και στην πίστη του στον Θεό. Βλέποντάς τον να πέφτει πληγωμένος από τον δαίμονα, ο Λούθιεν ένιωσε έναν βαθύ πόνο ενθυμούμενος επίσης το κακό που είχε απλωθεί σε όλη τη χώρα, την ιεροσυλία στους μεγάλους καθεδρικούς ναούς που είχαν μετατραπεί σε χώρους πληρωμής των φόρων, θυμήθηκε την υποδούλωση των νάνων και των ξαπικών. Η οργή του φούντωσε ασυγκράτητη παραμερίζοντας κάθε φόβο. Άρχισε να χτυπά ανελέητα με τον Τυφλωτή τραυματίζοντας τον δαίμονα στους ώμους και στον λαιμό, αναγκάζοντας τον Πρεχοτέκ να πατήσει στο κομμένο πόδι του, που δεν μπορούσε να κρατήσει το μεγάλο του βάρος.
Έτσι, ο δαίμονας σωριάστηκε κάτω, αλλά ο Λούθιεν δεν σταμάτησε, συνέχισε να χτυπά με όλη του τη δύναμη, με όλη του την ψυχή. Και μετά είδε άναυδος τον Έσταμπρουκ δίπλα του να χτυπά με το αστραφτερό του ξίφος ανοίγοντας φρικτά τραύματα στην σάρκα του δαίμονα.
Τώρα, και πάλι η μανία του Πρεχοτέκ είχε για στόχο της τον ιππότη. Ο δαίμονας κλότσησε με το καλό του πόδι, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε διάπλατα το στόμα του και ξερνούσε έναν χείμαρρο φωτιάς που τύλιξε τον Έσταμπρουκ.
Ο ιππότης έπεσε πίσω και αυτήν τη φορά έμεινε εκεί.
Το επόμενο χτύπημα του Λούθιεν, μόλις σταμάτησε η φωτιά, είχε για στόχο του το στόμα του δαίμονα. Ο Τυφλωτής χώθηκε ανάμεσα στα ανοιχτά σαγόνια του, διαπέρασε το κρανίο του τέρατος και καρφώθηκε στον εγκέφαλό του. Ο Πρεχοτέκ τραντάχτηκε από έναν βίαιο σπασμό που πέταξε μακριά τον Λούθιεν και μετά όλο το σώμα του έλιωσε στο δάπεδο αναλυόμενο σε μια γλοιώδη πράσινη μάζα.
Ο Λούθιεν, αφού έτρεξε κοντά στον Έσταμπρουκ, σήκωσε μαλακά την προσωπίδα του κράνους του.
Τα μάτια του ιππότη κοίταζαν πάνω χωρίς να βλέπουν. Το δέρμα γύρω τους ήταν καμένο από το οξύ του δαίμονα. Ο Λούθιεν άκουσε χτυπήματα στην πόρτα, Κυκλωπιανούς να φωνάζουν τον δούκα, αλλά δεν μπορούσε να αφήσει τον ετοιμοθάνατο ιππότη.
Ο Έσταμπρουκ κατάφερε να χαμογελάσει. «Σε ικετεύω», είπε αγκομαχώντας, ενώ από το στόμα του ξεχυνόταν αίμα. «Θάψτε με στο Κάερ Μακντόναλντ….»
Ο Λούθιεν κατάλαβε πόσο σημαντικό ήταν αυτό. Ο Έσταμπρουκ, ο ευγενής πολεμιστής, είχε αποδεχθεί ολοκληρωτικά την επανάσταση, είχε ζητήσει να τον θάψουν μακριά από την πατρίδα του, στη γη που ήξερε ότι είναι πιο κοντά στη δικαιοσύνη και στον Θεό.
Ο Λούθιεν μπόρεσε μόνο να ψιθυρίσει ένα «ναι», ο κόμπος στον λαιμό του δεν τον άφηνε να μιλήσει. Ήθελε να πει κάτι παρήγορο, να διαβεβαιώσει τον Έσταμπρουκ ότι δεν θα πέθαινε, βλέποντας όμως τα βαριά τραύματα του ιππότη, καταλάβαινε πως ό,τι και να έλεγε θα ήταν ανάρμοστο ψέμα.
«Εριαντόρ ελεύθερο!» είπε δυνατά ο Έσταμπρουκ χαμογελώντας ακόμη και ξεψύχισε.
«Ντουζπέ…», ψιθύρισε ο Όλιβερ σκύβοντας δίπλα στον Λούθιεν. «Παλαδίνος. Άγιος άνθρωπος».
Τα χτυπήματα στην πόρτα του διαδρόμου έγιναν πιο δυνατά.
«Έλα, φίλε μου», είπε σιγά ο Όλιβερ. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο εδώ. Ας φύγουμε».
«Πέστε κάτω και προσποιηθείτε τους νεκρούς!» είπε ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ τραβώντας την προσοχή των δύο φίλων από τον νεκρό ιππότη. Κοιτάχτηκαν με περιέργεια πριν στραφούν πάλι στον μάγο.
»Κάντε το!» ψιθύρισε άγρια ο Μπριντ’Αμούρ. «Κι εσύ επίσης», είπε γυρίζοντας στην Κατρίν, που τον ατένιζε εξίσου απορημένη με τον Λούθιεν και τον Όλιβερ.
Όταν υπάκουσαν και οι τρεις, είδαν έκπληκτοι κι ανήσυχοι το δέρμα τους να χλομιάζει, να τους σκεπάζουν περισσότερα αίματα από αυτά που είχαν ήδη πάνω τους.
Αλλά αυτή η έκπληξη δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ εκείνη που ένιωσαν όταν κοίταξαν τον μάγο και είδαν τη γνωστή μορφή του να χάνεται, τα λευκά μαλλιά του να γίνονται γκρίζα, να αραιώνουν αφήνοντας μόνο δυο ορθωμένες τούφες σαν φτερά πάνω από τα αφτιά του, ενώ τα γένια του χάνονταν εντελώς. Όταν είδαν επίσης τον μπλε χιτώνα του να γίνεται καφεκίτρινος, κατάλαβαν και στράφηκαν και οι τρεις ταυτόχρονα στον διάδρομο, για να δουν τον νεκρό δούκα να έχει τώρα τη μορφή του Μπριντ’Αμούρ.
Αμέσως μόλις ο μάγος χτύπησε τα χέρια του, η πόρτα, που είχε φουσκώσει από τη μαγεία του Πρεχοτέκ, ήρθε στο κανονικό της μέγεθος ανοίγοντας παρευθύς από τα χτυπήματα των Κυκλωπιανών, οι οποίοι όρμησαν στον διάδρομο με πρώτο τον Θόουατλ, τον λακέ του Πάραγκορ. Οι μονόφθαλμοι σταμάτησαν όταν είδαν τη φρικιαστική σκηνή, δυο νεκρούς Κυκλωπιανούς, τρεις άνθρωπους και έναν χάφλινγκ γεμάτους αίματα και μια γκριζοπράσινη μάζα που κάπνιζε κοχλάζοντας.
«Αφέντη;» ρώτησε ο Θόουατλ κοιτάζοντας τον μάγο.
«Τελείωσε», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ με τη φωνή του Πάραγκορ.
«Θα καθαρίσω αμέσως, αφέντη!» είπε ο Θόουατλ γυρίζοντας για να φύγει.
«Δεν προλαβαίνουμε!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ σταματώντας τον. «Μάζεψε τον στρατό! Αμέσως! Αυτοί οι κατάσκοποι μου είπαν πολλά πριν τους αποτελειώσω. Έχει μαζευτεί όντως ένα στράτευμα του εχθρού στο Τείχος του Μαλπουισάν».
Οι τρεις φίλοι, ξαπλωμένοι πάντα στο δάπεδο, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον σκοπό του μάγου.
«Αμέσως!» είπε ο Θόουατλ. «Θα στείλω υπηρέτες να καθαρίσουν…»
«Αυτοί θα μείνουν μαζί μου!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ και, κουνώντας τα δάχτυλα προς τους τρεις ξαπλωμένους φίλους, άρχισε να ψέλνει ένα ξόρκι. Ο Λούθιεν, ο Όλιβερ και η Κατρίν αισθάνθηκαν τους μυώνες τους να κινούνται, ενώ ταυτόχρονα άκουγαν μια τηλεπαθητική παράκληση του Μπριντ’Αμούρ να του δείξουν εμπιστοσύνη και να προσποιηθούν ανάλογα. Σηκώθηκαν ένας-ένας με κινήσεις ζόμπι.
«Τι καλύτερη τιμωρία για τους καταδικασμένους ανόητους του Εριαντόρ από το να δουν τους ήρωές τους να είναι ζωντανοί-νεκροί, σκλάβοι του εχθρού τους;» είπε ο ψευτο-δούκας, ενώ ο Θόουατλ, που πάντα του άρεσε το μακάβριο, χαμογέλασε χαιρέκακα. Έκανε μια κοφτή υπόκλιση, με τους άλλους Κυκλωπιανούς να τον μιμούνται. Μόλις έφυγαν, ο Μπριντ’Αμούρ έκλεισε την πόρτα πίσω τους με μια κίνηση του χεριού του φουσκώνοντάς την πάλι για να μην ανοίγει.
«Τι ήταν όλα αυτά;» ρώτησε κατάπληκτος ο Όλιβερ, φτάνοντας για μια στιγμή να αναρωτηθεί αν έχει πραγματικά μπροστά του τον Μπριντ’Αμούρ ή τον Πάραγκορ.
«Το Γκλεν Ντούριτς», του εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Αυτή τη στιγμή ο στρατός μας υπό τη διοίκηση της Σιόμπαν έχει καταλάβει τα υψώματα γύρω από την στενή κοιλαδά του Γκλεν Ντούριτς. Και αυτός ο ανόητος Κυκλωπιανός θα διατάξει τον στρατό του Πρίνσταουν να πάει στο Τείχος του Μαλπουισάν, για να χτυπήσει τους Εριαντοριανούς εκεί».
«Οπότε, η φρουρά του Πρίνσταουν θα αποδεκατιστεί στο Γκλεν Ντούριτς», συμπέρανε ο Λούθιεν.
«Καλύτερα έτσι, παρά να τους πολεμάμε ενώ είναι κρυμμένοι πίσω από τα τείχη της πόλης», απάντησε ο μάγος. Μετά γύρισε στον Όλιβερ. «Εσύ κι εγώ μιλήσαμε κάποτε για όσα μπορείς να προσφέρεις στο Εριαντόρ έξω από το πεδίο της μάχης», είπε, και ο Όλιβερ έκανε ένα καταφατικό νεύμα. Ο Λούθιεν με την Κατρίν παρακολουθούσαν απορημένοι, δεν ήξεραν τι συμβαίνει.
»Ήλθε η ώρα», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ, «μολονότι θα χρειαστώ όλη την υπόλοιπη νύχτα για να αναρρώσω και να ξαναβρώ σε κάποιο βαθμό τις μαγικές μου δυνάμεις.
Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε τον Έσταμπρουκ και αναστέναξε πονεμένος από το θέαμα. Είχε μιλήσει πολύ με τον ιππότη τις τελευταίες μέρες, έτσι δεν παραξενεύτηκε όταν ο Έσταμπρουκ επέμεινε να σταθεί δίπλα του περιμένοντας τη στιγμή που θα άνοιγε το μαγικό τούνελ. Και ο Μπριντ’Αμούρ δέχθηκε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό να τον συνοδέψει ο ιππότης, γιατί του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, γνωρίζοντας ότι κάθε του πράξη καθοδηγείται από το καλό. Ο θάνατος του Έσταμπρουκ ήταν μια τεράστια απώλεια για το Εριαντόρ και όλο τον κόσμο, αλλά τουλάχιστον ο ιππότης είχε εξιλεωθεί για όσα έπραξε για λογαριασμό του μοχθηρού Πάραγκορ, αφού είδε την αλήθεια και ενέργησε ανάλογα.
»Ελάτε», είπε τελικά ο μάγος, «ας δούμε τι ανέσεις έχει να προσφέρει το παλάτι του Πάραγκορ σε τέσσερις κουρασμένους ταξιδιώτες».