Το νέο διαδόθηκε σαν πυρκαγιά, πέρασε από πόλη σε πόλη, διέτρεξε τους δρόμους και τα μονοπάτια των βουνών, ώσπου έφθασε στο Κάερ Μακντόναλντ πριν ακόμη βγει ολόκληρη η Πραιτωριανή Φρουρά έξω από τα ανατολικά όρια του Πορτ Τσάρλι.
Ο Λούθιεν το δέχτηκε στωικά δείχνοντας ατάραχος στους συντρόφους του, λέγοντας ότι η διέλευση των Κυκλωπιανών από το λιμάνι ήταν αναμενόμενη κι ότι οι οχυρώσεις της πόλης θα ήταν έτοιμες έγκαιρα, έστω και αν ευχόταν να είχε λίγο περισσότερο χρόνο. Ζητωκραυγές συνόδευαν κάθε του σχόλιο. Μετά τη νίκη στο Κάερ Μακντόναλντ και την έπαρση της αρχαίας σημαίας του Εριαντόρ στη Μητρόπολη —ένας διακοσμημένος σταυρός με τέσσερις ισομήκεις βραχίονες που πλάταιναν στα άκρα, τοποθετημένος πάνω σε πράσινο φόντο— οι επαναστάτες ήταν έτοιμοι για μάχη, ανυπομονούσαν να χύσουν κι άλλο αίμα Κυκλωπιανών.
Ο Λούθιεν χαιρόταν για αυτή τη στάση κι έπαιρνε θάρρος από τις αντιδράσεις τους. Έτσι πήρε κι αυτός μέρος στη γιορτή που οργάνωσε ο Σάγκλιν στο Ντουέλφ για να γιορτάσουν το γεγονός ότι σε λίγο θα είχαν τόσους πολλούς Κυκλωπιανούς για να σκοτώσουν. Έφυγε νωρίς όμως, εξηγώντας ότι θα είχε να κάνει πολλά την άλλη μέρα και υπενθυμίζοντάς τους ότι ανάμεσα στο Κάερ Μακντόναλντ και το Πορτ Τσάρλι υπάρχουν πολλά μικρά χωριά, που τα περισσότερα δεν υπάρχουν σε κανένα χάρτη και δεν γνωρίζει κανείς το όνομά τους εκτός από τους κατοίκους τους. Όταν έφυγε από το Ντουέλφ, ο νεαρός Μπέντγουιρ δεν γύρισε στο σπίτι του στο Τάινι Άλκοουβ, αλλά έκανε τον γύρο της ταβέρνας και σκαρφάλωσε στη στέγη από την υδρορροή.
«Τι αρχίσαμε εδώ;» ρώτησε τον έναστρο ουρανό. Ο αέρας ήταν δροσερός, όχι κρύος, ενώ τα αστέρια άστραφταν σαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι. Σκέφτηκε τα νέα από τη δύση. Το γεγονός ότι οι Κυκλωπιανοί δεν καθυστέρησαν καθόλου στο Πορτ Τσάρλι, μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει, πως οι κάτοικοι της πόλης δεν είχαν προσχωρήσει στον αγώνα.
»Τους χρειαζόμαστε όλους», ψιθύρισε. Είχε την ανάγκη να ακούσει μεγαλόφωνα τις σκέψεις του. Ένιωθε σαν να προετοιμάζεται για μια ομιλία, άλλωστε έτσι όπως πήγαιναν τα πράγματα, μπορεί κάλλιστα να χρειαζόταν να μιλήσει στους συμπολεμιστές του. «Όλο το Εριαντόρ! Κάθε άνδρα και κάθε γυναίκα. Τι θα ωφελήσουν οι δικές μας προσπάθειες αν εκείνοι που προσπαθούμε να ελευθερώσουμε δεν πάρουν τα όπλα να ξεσηκωθούν; Τι αξίζει η νίκη αν δεν είναι νίκη όλων; Γιατί, αλλιώς, είμαι σίγουρος ότι εκείνοι που θα ελευθερωθούν χάρη στη δική μας θυσία, δεν θα αγκαλιάσουν αυτό που θα πετύχουμε, δεν θα δουν τη σημαία του Εριαντόρ σαν δική τους.
Πήγε στη δυτική άκρη της στέγης, κλότσησε ένα κομμάτι παγωμένο χιόνι και γονάτισε σε εκείνο το ελεύθερο σημείο. Έβλεπε το τεράστιο περίγραμμα της Μητρόπολης, όπου είχαν πεθάνει τόσοι γενναίοι επαναστάτες. Η Μητρόπολη, που χτίστηκε σαν σύμβολο του πνεύματος του ανθρώπου και της αγάπης του για τον Θεό, αλλά που τα πιόνια του Γκρινσπάροου τον χρησιμοποιούσαν σαν οίκο συλλογής των φόρων και σαν δικαστήριο… Ούτε καν δικαστήριο, σκέφτηκε ο Λούθιεν, γιατί υπό τη διακυβέρνηση του Μόρκνεϊ, η Μητρόπολη ήταν ένας χώρος καταδίκης, όχι δικαιοσύνης.
Τα άστρα τρεμόφεγγαν γύρω από τον ψηλότερο πύργο, σαν να υψωνόταν το κτήριο μέχρι τον ουρανό για να αγγίξει τα πόδια του Θεού. Ήταν πραγματικά υπέροχη νύχτα, ήσυχη και ήρεμη. Υπήρχαν ελάχιστα φώτα στην πόλη, ενώ οι δρόμοι ήταν άδειοι εκτός από τον δρόμο του Ντουέλφ, όπου συνεχιζόταν ο αυθόρμητος εορτασμός και κάθε τόσο ακούγονταν κάποιες φωνές. Πέρα από το τείχος της πόλης, ο Λούθιεν έβλεπε τις φωτιές του στρατοπέδου των νάνων. Μερικές έκαιγαν δυνατά, αλλά οι περισσότερες ήταν μόνο κάρβουνα πια, μια κόκκινη λάμψη μέσα στο σκοτάδι.
»Κοιμηθείτε καλά», ψιθύρισε ο Λούθιεν. «Η δουλειά σας δεν έχει τελειώσει ακόμη».
«Ούτε και η δική σου», άκουσε ο Λούθιεν πίσω του και, γυρίζοντας, είδε να πλησιάζει η Σιόμπαν, με την περπατησιά της τόσο ανάλαφρη και αθόρυβη που δεν άφηνε πατήματα πάνω στο σκληρό χιόνι, το οποίο σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος της στέγης.
Ο Λούθιεν στράφηκε πάλι προς τη Μητρόπολη και τα αστέρια. Παρέμεινε ακίνητος όταν η Σιόμπαν έβαλε το χέρι της κάτω από το αφτί του κατεβάζοντάς το μετά απαλά στον λαιμό και στον ώμο του.
«Η Κατρίν και ο Όλιβερ απέτυχαν», της είπε με πικρία. «Αποτύχαμε».
Η Σιόμπαν ξερόβηξε, με τρόπο ο οποίος στον Λούθιεν ακούστηκε περισσότερο σαν καγχασμός παρά σαν βήχας. Γύρισε για να την κοιτάξει.
Πόσο όμορφη ήταν μέσα στην αστροφεγγιά! Της πήγαινε το φως των άστρων, με τα μάτια της να αστράφτουν σαν τα αστέρια στον μαύρο ουρανό, το δέρμα της χλομό, σχεδόν διάφανο, τα μαλλιά της να χύνονται πυκνά και λαμπερά στους ώμους της σε τόση αντίθεση με τις ντελικάτες, έντονες γωνίες των χαρακτηριστικών του ξωτικού.
«Δηλώνεις νικημένος πριν ακόμη αρχίσει η μάχη», απάντησε η Σιόμπαν με φωνή ήρεμη και κατευναστική.
«Πόσοι Κυκλωπιανοί έρχονται;» ρώτησε ο Λούθιεν. «Και δεν είναι συνηθισμένοι, τυχαίοι μονόφθαλμοι, είναι Πραιτωριανοί Φρουροί, η αφρόκρεμα του στρατού του Γκρινσπάροου. Δέκα χιλιάδες; Δεκαπέντε; Δεν ξέρω αν μπορούμε να κρατήσουμε ακόμη και τους μισούς από αυτούς».
«Δεν θα είναι τόσοι πολλοί όταν θα φτάσουν στο Κάερ Μακντόναλντ», τον καθησύχασε η Σιόμπαν. «Επίσης, και ο δικός μας στρατός θα πληθύνει καθώς θα μας έρχονται χωρικοί από τις δυτικές περιοχές». Η Σιόμπαν γλίστρησε το χέρι της από τον ώμο στο στήθος του σκύβοντας περισσότερο, και τον φίλησε στον κρόταφο.
»Είσαι ο αρχηγός», είπε. «Το σύμβολο του ελεύθερου Εριαντόρ. Δεν πρέπει να κλονίζεται η πίστη σου».
Για άλλη μια φορά ο Λούθιεν Μπέντγουιρ αισθάνθηκε σαν να είχε γίνει πιόνι σε ένα παιχνίδι τόσο μεγάλο ώστε του ήταν αδύνατο να το ελέγξει. Για άλλη μια φορά βρέθηκε στην αγκαλιά εκείνης που κινούσε τα νήματα της μαριονέτας, της Σιόμπαν. Της όμορφης Σιόμπαν. Αυτήν τη φορά όμως ο Λούθιεν δεν αντιστάθηκε στο άγγιγμά της, στο τράβηγμα των νημάτων. Αυτήν τη φορά, η παρουσία της μισοξωτικής με την ακλόνητη δύναμη και αποφασιστικότητα ήταν μια ευπρόσδεκτη ανακούφιση.
Ο Λούθιεν πίστευε ότι χωρίς τη Σιόμπαν δίπλα του, πίσω του, θα έσπαγε εκείνο το βράδυ, θα έχανε τον σκοπό του μαζί με την ελπίδα του. Χωρίς την Σιόμπαν, οι τύψεις του για εκείνους που θα πέθαιναν σε λίγο και για εκείνους που είχαν πεθάνει ήδη, θα έπνιγε τις προοπτικές του μέλλοντος, γιατί με μια τέτοια τρομερή δύναμη να προελαύνει προς την απελευθερωμένη πόλη, η σκέψη ενός ελεύθερου Εριαντόρ έμοιαζε μια φευγαλέα και τρεμάμενη φαντασίωση εξίσου απρόσιτη με τα άστρα γύρω από τον πύργο της Μητρόπολης.
Η Σιόμπαν τον κατέβασε από τη στέγη και τον πήγε πίσω στο σπίτι του Τάινι Άλκοουβ.
Η Κατρίν δεν κοιμήθηκε καλά εκείνο το βράδυ, ήταν πολύ μεγάλη η ανησυχία της για την πατρίδα της, άκουγε όμως τα ικανοποιημένα ροχαλητά του Όλιβερ στο διπλανό δωμάτιο σε ένα μικρό πανδοχείο, στις ψηλότερες συνοικίες του Πορτ Τσάρλι. Το επόμενο πρωί όμως δεν ήταν καθόλου κουρασμένη. Ένιωθε μόνο μια τρομερή ένταση με το θέαμα του στρατού που έφευγε, καθώς πήγαιναν μαζί με τον Όλιβερ για να βρουν τον Μπριντ’Αμούρ κάπου στον ανατολικό δρόμο.
Το κύριο σώμα του στρατεύματος του Άβον είχε χαθεί από ώρα, απείχε κιόλας αρκετά χιλιόμετρα από την πόλη, ενώ τώρα ακολουθούσαν οι δυνάμεις υποστήριξης, που οδηγούσαν άμαξες φορτωμένες με εφόδια. Η Γκρέτελ κατεύθυνε την αναχώρησή τους, δουλεύοντας δίπλα-δίπλα με έναν από τους πιο μεγαλόσωμους και πιο άσχημους Κυκλωπιανούς που είχε δει η Κατρίν ή ο Όλιβερ.
«Ο ασχημότερος απ’ όλους!» διαβεβαίωσε τους συντρόφους του ο Όλιβερ. «Κι έχω δει πολλούς Κυκλωπιανούς!»
«Όχι τόσους πολλούς όσους εγώ», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Και ο Μπέλσεν’ Κριγκ, γιατί αυτό είναι το όνομά του, είναι όντως ο πιο επιβλητικός».
«…Κακομούτσουνος», τον διόρθωσε ο Όλιβερ.
«Όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στο πνεύμα», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Σε λίγο θα φύγει για να ακολουθήσει τον στρατό του». Η φωνή της Κατρίν ήταν γεμάτη ανησυχία.
«Ο Μπέλσεν’ Κριγκ δεν θα τους ακολουθήσει, θα τους οδηγήσει», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο μάγος έδειξε έναν δυνατό αλογόχοιρο με βαριά πανοπλία που είχε μυτερές ακίδες να προεξέχουν από κάθε δυνατό σημείο. Αμέσως μόλις είδαν αυτό το τερατώδες πλάσμα, ο Όλιβερ και η Κατρίν, κατάλαβαν ότι ήταν του Μπέλσεν’ Κριγκ. Μόνο ο ασχημότερος των Κυκλωπιανών θα διάλεγε ένα τόσο φρικτό και απαίσιο υποζύγιο.
«Μόλις απομακρυνθούν ο Μπέλσεν’ Κριγκ και οι στρατιώτες του, μπορούμε να σταματήσουμε τις άμαξες», είπε η Κατρίν, ενώ το πρόσωπό της φωτιζόταν ξαφνικά. Η χαρά της έσβησε όμως όταν κοίταξε τον γέρο-μάγο.
«Οι άμαξες θα περνούν όλη τη μέρα», της εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Μια μικρότερη εφοδιοπομπή θα φύγει αύριο. Όμως, όλα τα τρόφιμα που θα φύγουν με αυτήν τη δεύτερη αποστολή θα είναι άχρηστα, και το νερό τους θα είναι ανακατεμένο με θαλασσόνερο. Έτσι ο Μπέλσεν’ Κριγκ θα έχει μόνο τόσα εφόδια ώστε να κάνει πάνω από τον μισό δρόμο μέχρι το Μόντφορτ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γυρίσει πίσω. Πάνω απ’ όλα, δεν πρέπει να τον αφήσουμε να επιστρέψει στο Πορτ Τσάρλι. Ασε τους να φτάσουν στον προορισμό τους πεινασμένοι, εξαντλημένοι, ανέτοιμοι για τη μάχη, με τον Λούθιεν μπροστά τους και τον δικό μας στρατό πίσω τους.
Ο Όλιβερ και η Κατρίν τον κοίταξαν με περιέργεια ακούγοντας αυτό το τελευταίο σχόλιο.
»Ναι», τους εξήγησε ο μάγος. «Το Πορτ Τσάρλι θα στείλει μια αρκετά μεγάλη δύναμη πίσω από τους Κυκλωπιανούς, με αποτέλεσμα οι μονόφθαλμοι να υποφέρουν από τον ανταρτοπόλεμο σε όλη τη διαδρομή, γιατί όλα τα χωριά από ’δώ μέχρι το Μόντφορτ έχουν προσχωρήσει στον αγώνα μας».
Η Κατρίν είχε πάψει να του φέρνει αντιρρήσεις, μολονότι δεν ήταν σίγουρη αν αυτά που έλεγε ο μάγος ήταν αντικειμενικά γεγονότα ή απλώς ελπίδες. Τα ένστικτά της, ο θυμός της, την έσπρωχναν συνεχώς να ενεργήσει, να χτυπήσει με όποιο τρόπο μπορούσε τους Κυκλωπιανούς και τον ξένο βασιλιά Γκρινσπάροου. Ήδη, όμως, ο Μπριντ’Αμούρ είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη της. Συνειδητοποίησε ότι αυτός, όχι η ίδια, έφερε το Πορτ Τσάρλι στην επανάσταση πριν ακόμη φτάσουν εκείνη και ο Όλιβερ. Αν ο ισχυρισμός του μάγου ήταν σωστός, είχε εξασφαλίσει επίσης τη συμμαχία των άλλων πόλεων του νότιου Εριαντόρ και, αν είχε δίκιο για το Πορτ Τσάρλι, η επανάσταση θα διέθετε σε λίγο έναν στόλο από ισχυρά πολεμικά πλοία που κατά πάσα πιθανότητα ήταν εξίσου μεγάλος με τον στόλο ο οποίος απέμενε στον Γκρινσπάροου στο Άβον.
Παρ’ όλα αυτά, η Κατρίν δεν μπορούσε να ξεχάσει τον στρατό που προέλαυνε προς τα ανατολικά για να συντρίψει το Κάερ Μακντόναλντ και τον αγαπημένο της Λούθιεν. Θα άντεχε η πόλη;
Έπρεπε να παραδεχτεί, στον εαυτό της τουλάχιστον, ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε δίκιο που αποφάσισε ν’ αφήσουν τους Κυκλωπιανούς να περάσουν από το Πορτ Τσάρλι. Στο πλαίσιο της ευρύτερης εικόνας των πραγμάτων, αν ήθελαν να ελευθερωθεί το Εριαντόρ, αυτός ο στρατός του Μπέλσεν’ Κριγκ —ένα πολύ μικρό μέρος των δυνάμεων που μπορούσε να εξαπολύσει εναντίον τους ο Γκρινσπάροου— ήταν ίσως το μικρότερο από τα προβλήματά τους.
Μια αλήθεια καθόλου παρήγορη, που της προκάλεσε ρίγος.
Οι προβλέψεις της Σιόμπαν αποδείχτηκαν ακριβείς την επόμενη μέρα, όταν άρχισαν να φτάνουν στο Κάερ Μακντόναλντ κάτοικοι από κοντινά χωριά και κωμοπόλεις. Έρχονταν κυρίως οι πιο νέοι και οι πιο προχωρημένοι σε ηλικία άνδρες, όλοι με προμήθειες, έτοιμοι να πολεμήσουν αν χρειαζόταν, να αντισταθούν στον φαύλο βασιλιά του Άβον μέχρι τον τελευταίο. Κάθε ομάδα που ερχόταν, μιλούσε για τους πιο ικανούς μαχητές του χωριού τους που κινούνταν ήδη προς τα δυτικά για να συναντήσουν την κυκλωπιανή δύναμη και να δυσκολέψουν τον δρόμο της.
Ο Λούθιεν ήξερε, χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσει, ότι αυτό είναι έργο της Σιόμπαν, ότι ενώ αυτός καθόταν πάνω στη στέγη συλλογιζόμενος τη σίγουρη όπως του φαινόταν ήττα, η μισοξωτική με τους συντρόφους της έτρεχαν σε όλη την περιοχή ξεσηκώνοντας τις κωμοπόλεις, διακηρύσσοντας ότι ήρθε η ώρα της ανεξαρτησίας τους.
Η ανταπόκριση ήταν εκπληκτική. Εκείνη τη μέρα και την επόμενη ο Λούθιεν είδε τη φρουρά της πόλης να αυξάνεται από έξι σε δέκα χιλιάδες άνδρες και, παρ’ όλο που πολλοί από τους νεοφερμένους πολεμιστές ήταν ηλικιωμένοι και δεν μπορούσαν να τα βάλουν με έναν δυνατό Κυκλωπιανό σε μάχη σώμα με σώμα, είχαν μεγαλώσει στους κάμπους του Εριαντόρ κυνηγώντας ελάφια και ήταν επιδέξιοι τοξότες.
Το ίδιο συνέβαινε επίσης με τους ακμαιότερους πολεμιστές των χωριών, που βγήκαν κατά ομάδες να λάβουν μέρος στην επανάσταση, κι έτσι ο στρατός του Μπέλσεν’ Κριγκ άρχισε να υφίσταται τις επιπτώσεις του ανταρτοπόλεμου μόλις δύο μέρες μετά την αναχώρησή του από το Πορτ Τσάρλι, σε απόσταση μόνο δεκαπέντε χιλιομέτρων από την παραθαλάσσια πόλη.
Οι απώλειες του τεράστιου στρατού δεν ήταν σημαντικές. Κάθε τόσο ένας Κυκλωπιανός σωριαζόταν κάτω, συνήθως τραυματισμένος ή μερικές φορές σκοτωμένος, ενώ φλεγόμενα βέλη έπεφταν στις άμαξες με τα εφόδια προκαλώντας αναστάτωση. Το σημαντικότερο όμως ήταν η επίδραση που είχαν αυτές οι αψιμαχίες στο ηθικό του στρατού, γιατί οι Κυκλωπιανοί δέχονταν επιθέσεις από έναν εχθρό που χτυπούσε γρήγορα από κρυφές θέσεις πριν εξαφανιστεί πάλι σαν σμήνος μέλισσες σε δυνατό άνεμο, έναν εχθρό που δεν μπορούσαν να δουν και να αντιμετωπίσουν.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ διατηρούσε την πειθαρχία και συνέχιζε την πορεία προς το Μόντφορτ υποσχόμενος στους άνδρες του ότι, όταν θα κυρίευαν την πόλη, θα μπορούσαν να σκοτώσουν χίλιους ανθρώπους για κάθε νεκρό Κυκλωπιανό.
Ο Όλιβερ κοίταξε την πυκνή ομίχλη που είχε σηκωθεί τη νύχτα, την τρίτη μετά την αποβίβαση των Κυκλωπιανών στο Πορτ Τσάρλι, και κατάλαβε ότι δεν ήταν φυσικό φαινόμενο. Από τότε που είχε γνωρίσει τον Μπριντ’Αμούρ, ο μάγος παραπονιόταν συνεχώς λέγοντας ότι η δύναμη της μαγείας έχει εξασθενήσει πολύ σε σύγκριση με την παλιά εποχή· ο Όλιβερ όμως έβρισκε αυτήν τη μαγική ομίχλη υπέροχη, μια τέλεια κάλυψη για τη νυχτερινή τους επιχείρηση.
Εβδομήντα πλοία από το Άβον ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι, μεγάλα πολεμικά πλοία, πολλά με καταπέλτες ή μεγαβαλλίστρες στο υπερυψωμένο πίσω κατάστρωμα. Μελετώντας αυτά τα υπέροχα σκάφη εκείνη τη μέρα, ο Όλιβερ και η Κατρίν συμφώνησαν ότι τελικά ήταν καλό που επενέβη ο Μπριντ’Αμούρ στο Πορτ Τσάρλι. Αν είχαν ακολουθήσει το αρχικό τους σχέδιο και δοκίμαζαν να εμποδίσουν την αποβίβαση των Κυκλωπιανών, αυτή η μαγευτική πόλη θα είχε μετατραπεί σε έναν σωρό ερείπια.
Λίγο αργότερα, η Κατρίν, ο Μπριντ’Αμούρ και η Γκρέτελ συναντήθηκαν με τον Όλιβερ στην προβλήτα. Η Κατρίν τον αγριοκοίταξε, αλλά ο Όλιβερ έκανε ότι δεν καταλαβαίνει.
Η Κατρίν του έβγαλε το καπέλο με το φτερό από το κεφάλι και ανασήκωσε τον μοβ μανδύα του. «Δεν μπορούσες να ντυθείς καλύτερα για την περίσταση;» του γκρίνιαξε.
Ο Όλιβερ της ξαναπήρε το καπέλο βάζοντας συγχρόνως το ελεύθερο χέρι στην καρδιά του, σαν να είχε πληγωθεί θανάσιμα. «Μα είμαι καλά ντυμένος για την περίσταση!» διαμαρτυρήθηκε. «Δεν ξέρεις πόσο σημαντικό είναι να εντυπωσιάζεις τον εχθρό σου;»
«Αν τα καταφέρουμε απόψε», είπε ο Μπριντ’Αμούρ, «ο εχθρός δεν θα προλάβει να μας δει ποτέ».
«Α, όχι, θα μας δουν!» τον διαβεβαίωσε ο Όλιβερ. «Θα ξυπνήσω τουλάχιστον έναν Κυκλωπιανό και θα τον αφήσω να δει την καταδίκη του, πριν του τρυπήσω τον λαιμό με το ξίφος μου».
Η Κατρίν χαμογέλασε. Της άρεσε η παράξενη τραγουδιστή προφορά του Όλιβερ, ο τρόπος που τόνιζε σχεδόν όλες τις λέξεις στη λήγουσα. Δεν ήταν πραγματικά θυμωμένη για το ντύσιμό του, απλώς τον πείραζε λίγο για να εκτονώσει τα δικά της νεύρα. Η Κατρίν ήταν πρωταθλήτρια της αρένας, είχε μάθει να πολεμάει στα ίσια, γι’ αυτό τούτη η ύπουλη επιχείρηση δολοφονίας δεν της άρεσε πολύ.
Δεν υπήρχε άλλη επιλογή όμως, και το ήξερε. Ήταν εβδομήντα πλοία με σχεδόν χίλιους Κυκλωπιανούς πλήρωμα. Δεν έπρεπε να γίνουν λάθη, δεν έπρεπε να ξεφύγει ούτε ένα πλοίο για να επιστρέψει στον νότο και να προειδοποιήσει τον Γκρινσπάροου.
Το Πορτ Τσάρλι ήταν γεμάτο κίνηση εκείνη τη νύχτα. Πολλοί από τους Κυκλωπιανούς ναύτες είχαν βγει στη στεριά, μαζί τους επίσης οι περισσότεροι από αυτούς που υποτίθεται ότι θα φύλαγαν σκοπιά στα πλοία, δελεασμένοι από την προοπτική να απολαύσουν καλό φαγητό και ποτό καθώς κι άλλες, ταπεινότερες διασκεδάσεις. Οι τρεις ταβέρνες της πόλεις ήταν γεμάτες, το ίδιο και οι δώδεκα οίκοι ανοχής που είχαν ανοίξει για να εξυπηρετήσουν τα πληρώματα.
Η επιχείρηση θα άρχιζε τα μεσάνυχτα, όταν οι περισσότεροι μονόφθαλμοι θα ήταν πολύ μεθυσμένοι για να καταλάβουν τι συνέβαινε. Εκείνη την ώρα, εκατό μικρά ψαράδικα θα πλησίαζαν τα αγκυροβολημένα πολεμικά πλοία μέσα στην ομίχλη.
«Το σινιάλο!» Η Γκρέτελ έδειξε ένα φως που τρεμόπαιξε στον βορρά. Σήκωσε το δικό της φανάρι προς τον νότο, το ξεκουκούλωσε μια φορά για λίγο, μετά άλλη μία, κι έτσι το μήνυμα μεταφέρθηκε στον επόμενο σηματοδότη.
Ο Μπριντ’Αμούρ, ο Όλιβερ και η Κατρίν μπήκαν στο μικρό τους σκάφος μαζί με άλλους δύο κατοίκους του Πορτ Τσάρλι, ένα ανδρόγυνο.
«Στη Γασκόνη έχουμε κάτι ζωύφια που κάνουν αυτό που κάνουμε κι εμείς απόψε», είπε ο Όλιβερ χαμηλώνοντας ξαφνικά τον τόνο του μετά από τα σσσ! του Μπριντ’Αμούρ και της Κατρίν. «Έρχονται από την Εσπάν κυρίως», συνέχισε ψιθυρίζοντας. «Κουνούπια. Έξυπνα ζωύφια. Τα ακούς στο αφτί σου και τα χτυπάς, αλλά δεν είναι πια εκεί. Βρίσκονται κάπου αλλού στο σώμα σου και σου ρουφάνε το αίμα. Είμαστε κουνούπια», κατέληξε ο Όλιβερ. «Κουνούπια που ρουφάνε το αίμα του Γκρινσπάροου».
«Τότε ας ελπίσουμε ότι πολλά κουνούπια μαζί μπορούν να στεγνώσουν ένα σώμα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ και έμειναν όλοι σιωπηλοί. Ξεκίνησαν από την προβλήτα με τα κουπιά μόλις να αγγίζουν στο νερό, γιατί ο κύριος σκοπός εκείνο το βράδυ δεν ήταν η ταχύτητα αλλά το να μη γίνουν αντιληπτοί.
Ο Όλιβερ ήταν ο πρώτος που, πιάνοντας το σχοινί της άγκυρας του πρώτου πλοίου το οποίο συνάντησαν, σκαρφάλωσε γρήγορα μέχρι την κουπαστή. Σταμάτησε εκεί και ξαφνικά όλοι έμειναν εμβρόντητοι όταν τον άκουσαν να μιλάει.
«Σε χαιρετώ, μονόφθαλμε, στραβοκάνη, θαλασσοταξιδεμένε και τόσο άσχημε φίλε μου», είπε. Έβγαλε το χέρι κάτω από τον μανδύα του και πρότεινε ένα φλασκί. «Χάνεις όλη τη διασκέδαση έξω, αλλά μη φοβάσαι, εγώ, ο Όλιβερ ντε Μπάροους, σου έφερα τη διασκέδαση εδώ!»
Πιο πολύ είχε τρομάξει το ανδρόγυνο στη βάρκα, αλλά η Κατρίν, που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούσε αυτός ο παράξενος χάφλινγκ (και είχε αρχίσει επίσης να καταλαβαίνει το γιατί ο Λούθιεν τον συμπαθούσε τόσο πολύ), σηκώθηκε όρθια, ισορρόπησε καλά στη βάρκα και κατέβασε το μακρύ τόξο από τον ώμο της.
Δεν έβλεπαν τι συμβαίνει πίσω από την κουπαστή, το μόνο που φαινόταν ήταν η πλάτη του Όλιβερ και ο μοβ μανδύας του που ανέμιζε στην αύρα. «Σου έχω φέρει επίσης μια γυναίκα», συνέχισε ο Όλιβερ, «αλλά αυτό θα σου στοιχίσει μερικά από τα τόσο υπέροχα χρυσά νομίσματα του Άβον».
Όπως ήταν φυσικό, ο Κυκλωπιανός έσκυψε πάνω από την κουπαστή για να δει τη γυναίκα, οπότε η Κατρίν του κάρφωσε ένα βέλος στο κεφάλι.
Την ίδια στιγμή που το βέλος χτυπούσε τον στόχο του, ο Όλιβερ άρπαξε τον Κυκλωπιανό από τον γιακά και τον έσπρωξε κάτω. Ο μονόφθαλμος έπεσε στο νερό ανάμεσα στο πλοίο και τη βάρκα, μένοντας εκεί να σκαμπανεβάζει μπρούμυτα στα κύματα όταν ηρέμησαν τα νερά.
Ο Μπριντ’Αμούρ ήθελε να μαλώσει τον Όλιβερ, γιατί ο παφλασμός ήταν πολύ δυνατός. Μπορεί να υπήρχαν κι άλλοι Κυκλωπιανοί στο καράβι. Αλλά ο Όλιβερ είχε χαθεί.
Υπήρχε όντως άλλος ένας Κυκλωπιανός ξύπνιος στο κατάστρωμα αλλά, μέχρι να φτάσει στην κουπαστή η Κατρίν, η δεύτερη που ανέβηκε από το σχοινί, ήταν ήδη νεκρός. Ο Όλιβερ στεκόταν πάνω στο πελώριο στήθος του σκουπίζοντας το αιματοβαμμένο ξίφος με τον μανδύα του.
«Κουνούπια», της ψιθύρισε ο χάφλινγκ. «Βζζζ, βζζζ!»
Το πράγμα συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, μέχρι που οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι κατέλαβαν όλα τα πλοία.
Μια ανάλογη επιχείρηση είχε αρχίσει επίσης στη στεριά, όπου μόνο σε δύο από τους δώδεκα οίκους ανοχής και σε μία από τις ταβέρνες ήταν αρκετά νηφάλιοι οι Κυκλωπιανοί για να αντισταθούν.
Όταν η ομίχλη του μάγου διαλύθηκε αργότερα εκείνη τη νύχτα, σχεδόν είκοσι από τους κατοίκους του Πορτ Τσάρλι ήταν νεκροί και άλλοι εφτά τραυματισμένοι, αλλά δεν είχε μείνει ούτε ένας Κυκλωπιανός ζωντανός στην πόλη ή στο λιμάνι, ενώ οι επαναστάτες είχαν τώρα έναν στόλο από εβδομήντα ισχυρά πολεμικά πλοία.
«Ήταν πολύ εύκολο», είπε ο Μπριντ’Αμούρ στον Όλιβερ και την Κατρίν λίγο πριν πέσουν για ύπνο εκείνη τη νύχτα.
«Δεν περίμεναν προβλήματα», απάντησε η Κατρίν.
Ο Μπριντ’Αμούρ συμφώνησε με ένα νεύμα.
«Μας υποτιμούν», πρόσθεσε ο Όλιβερ.
Ο μάγος κατένευσε πάλι. «Αν συνεχίσουν να το κάνουν αυτό, το Μόντφορτ δεν θα πέσει», εξακολούθησε ο χάφλινγκ. Ο Μπριντ’Αμούρ ευχόταν να έχει δίκιο, από την άλλη μεριά όμως θυμόταν τον πανίσχυρο Μπέλσεν’ Κριγκ, έξυπνο και ανελέητο, ξέροντας ότι οι επόμενες μέρες δεν θα ήταν τόσο εύκολες όσο η αποψινή νύχτα.
Αργά το επόμενο πρωί, για να προλάβουν τα “κουνούπια” να ξεκουραστούν καλά, η πόλη του Πορτ Τσάρλι οργάνωσε τη δική της δύναμη από χίλιους σχεδόν άνδρες. Οι στρατιώτες ξεκίνησαν προς τα ανατολικά έχοντας επικεφαλής την Κατρίν πάνω στον Ριβερντάνσερ, τον Όλιβερ πάνω στο Θρεντμπέαρ, τον Μπριντ’Αμούρ πάνω σε ένα εξαιρετικό άλογο με άσπρες βούλες και τον γερο-Φέλπσι Ντόζιερ, που ήταν διοικητής στον πρώτο πόλεμο κατά του Γκρινσπάροου πριν από είκοσι χρόνια.
Ξεκίνησαν για το Μόντφορτ, που ο Μπριντ’Αμούρ δεν τους άφηνε ακόμη να το αποκαλούν Κάερ Μακντόναλντ.