Ο τελευταίος μήνας που πέρασε ο Χάρι με τους Ντάρσλι δεν ήταν καθόλου ευχάριστος. Βέβαια ο Ντάντλι τον φοβόταν τώρα τόσο πολύ, που δεν έμενε ούτε στιγμή στο ίδιο δωμάτιο μαζί του, ενώ ο θείος Βέρνον κι η θεία Πετούνια δεν τον κλείδωναν πια στην αποθήκη, δεν τον ανάγκαζαν να κάνει πράγματα που δεν ήθελε, ούτε του έβαζαν τις φωνές. Γιατί δεν του μιλούσαν πια καθόλου! Μισοτρομαγμένοι και μισοθυμωμένοι, φέρονταν στον Χάρι λες και η καρέκλα στην οποία καθόταν ήταν άδεια. Και παρόλο που η καινούρια αυτή αντιμετώπιση είχε πολλά πλεονεκτήματα, γρήγορα έγινε γι' αυτόν πληκτική.
Ο Χάρι έμενε όσο περισσότερο μπορούσε στο δωμάτιο του, με την άσπρη κουκουβάγια του για συντροφιά. Είχε αποφασίσει να τη φωνάζει Χέντβιχ, ένα όνομα που είχε βρει στο Βιβλίο Η ιστορία της μαγείας. Τα βιβλία για το καινούριο σχολείο του είχαν πολύ ενδιαφέρον και περνούσε ώρες ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, διαβάζοντας ως αργά τη νύχτα, ενώ η Χέντβιχ πετούσε μέσα κι έξω απ' το ανοιχτό παράθυρο, όπως της άρεσε. Ευτυχώς η θεία Πετούνια δεν έμπαινε πια στο δωμάτιο του με την ηλεκτρική σκούπα, γιατί η Χέντβιχ έφερνε συνέχεια μέσα ψόφια ποντίκια, που ήταν το αγαπημένο της φαγητό. Και κάθε βράδυ προτού κοιμηθεί, ο Χάρι έσβηνε απ' το ημερολόγιο του τοίχου άλλη μια μέρα, μετρώντας πάλι όσες του απέμεναν ως την 1η Σεπτεμβρίου.
Την τελευταία ημέρα του Αυγούστου, ο Χάρι σκέφτηκε πως έπρεπε να κουβεντιάσει με το θείο και τη θεία του για το πώς θα πήγαινε το άλλο πρωί ως το σταθμό Κινγκς Κρος, απ' όπου θα ξεκινούσε το τρένο για το «Χόγκουαρτς». Κατέβηκε, λοιπόν, στο σαλόνι, όπου οι τρεις τους έβλεπαν τηλεόραση. Ξερόβηξε, για να τους δείξει πως ήταν εκεί. O Ντάντλι έβγαλε μια κραυγή τρόμου κι έφυγε τρέχοντας απ' το δωμάτιο.
«Εεε... θείε Βέρνον...» είπε ο Χάρι.
Ο θείος Βέρνον γρύλισε, για να δείξει ότι άκουγε.
«Αύριο... πρέπει να πάω στο Κινγκς Κρος... για το τρένο που θα με πάει στο "Χόγκουαρτς"...»
Ο θείος Βέρνον γρύλισε πάλι.
«Μήπως θα μπορούσατε να με πάτε ως εκεί με το αμάξι;» ρώτησε ο Χάρι.
Ο θείος Βέρνον γρύλισε και τρίτη φορά, τώρα όμως καταφατικά.
«Ευχαριστώ...»
Ο Χάρι ήταν έτοιμος να γυρίσει στο δωμάτιο του, όταν ο θείος Βέρνον μίλησε.
«Περίεργο να πηγαίνεις σε σχολείο για μάγους με το τρένο...» είπε ειρωνικά. «Τι πάθανε τα μαγικά χαλιά; Τους τρύπησαν τα λάστιχα;»
Ο Χάρι δε μίλησε.
«Και πού είναι αυτό το σχολείο;» ρώτησε ο θείος Βέρνον.
«Δεν ξέρω», αποκρίθηκε ο Χάρι, προσέχοντας για πρώτη φορά αυτή τη λεπτομέρεια. Βιαστικά, έβγαλε απ' την τσέπη του το εισιτήριο που του είχε δώσει ο Χάγκριντ. «Εδώ λέει πως πρέπει στις έντεκα το πρωί να πάρω το τρένο απ' την πλατφόρμα εννιά και τρία τέταρτα...» είπε κατόπιν.
Ο θείος κι η θεία του τον κοίταξαν κατάπληκτοι.
«Από ποια πλατφόρμα;»
«Εννιά και τρία τέταρτα...»
«Μη λες βλακείες!» είπε ο θείος Βέρνον. «Δεν υπάρχει πλατφόρμα εννιά και τρία τέταρτα!»
«Μα έτσι γράφει στο εισιτήριο μου...»
«Θεότρελοι είναι όλοι τους!» φώναξε ο θείος Βέρνον. «Κι εσύ μαζί τους! Περίμενε, όμως, και θα δεις τι σε περιμένει... Ωραία, λοιπόν, θα σε πάμε αύριο στο σταθμό. Πηγαίνουμε κι εμείς στο Λονδίνο, αλλιώς δε θα 'κανα τον κόπο...»
«Γιατί πηγαίνετε στο Λονδίνο;» ρώτησε ο Χάρι, προσπαθώντας να δώσει φιλικό τόνο στη συζήτηση.
«Πάμε τον Ντάντλι στο νοσοκομείο!» ούρλιαξε έξαλλος ο θείος Βέρνον. «Πρέπει να του κόψουν αυτή την καταραμένη γουρουνίσια ουρά, προτού πάει στο καινούριο του σχολείο!» Την άλλη μέρα ο Χάρι ξύπνησε στις πέντε το πρωί κι ήταν τόσο αναστατωμένος και νευρικός, που δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Σηκώθηκε, λοιπόν, και φόρεσε το τζιν παντελόνι του κι ένα καρό πουκάμισο. Δεν ήθελε να φτάσει στο σταθμό με το μανδύα του μάγου κι είχε αποφασίσει πως θα άλλαζε αργότερα, μέσα στο τρένο. Μετά ξαναδιάβασε τον κατάλογο που του είχε στείλει το «Χόγκουαρτς», για να είναι σίγουρος πως δεν είχε ξεχάσει τίποτα. Βεβαιώθηκε πως η Χέντβιχ ήταν καλά κλεισμένη στο κλουβί της και κοιμισμένη και μετά άρχισε να περπατά πάνω κάτω στο δωμάτιο, περιμένοντας να σηκωθούν οι Ντάρσλι. Δυο ώρες αργότερα η μεγάλη και βαριά βαλίτσα του Χάρι είχε φορτωθεί στο αμάξι του θείου Βέρνον. Η θεία Πετούνια είχε πείσει το γιο της να καθίσει στο πίσω κάθισμα μαζί με τον Χάρι. Έτσι ξεκίνησαν για το Λονδίνο.
Έφτασαν στο σταθμό Κινγκς Κρος στις δέκα και μισή. Ο θείος Βέρνον έβαλε τη βαλίτσα του Χάρι σ' ένα από τα καροτσάκια αποσκευών και το έσπρωξε μέσα στο σταθμό. Ο Χάρι σκέφτηκε πως αυτό ήταν ασυνήθιστη χειρονομία από μέρους του. Κάποια στιγμή ο θείος Βέρνον σταμάτησε κι ένα σαρκαστικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του.
«Λοιπόν, μικρέ, τι σου 'λεγα;» είπε. «Να η πλατφόρμα εννιά... και να η πλατφόρμα δέκα! Η δική σου πλατφόρμα θα έπρεπε να είναι κάπου στη μέση, αλλά δε φαίνεται να την έχτισαν ακόμη...»
Φυσικά είχε απόλυτο δίκιο. Ένα μεγάλο νούμερο 9 ήταν επάνω από τη μια πλατφόρμα κι ένα νούμερο 10 επάνω από τη διπλανή της. Κι ανάμεσα τους δεν υπήρχε τίποτα.
«Καλή σχολική χρονιά!» είπε σαρκαστικά ο θείος Βέρνον. Γύρισε την πλάτη στον ανιψιό του και βγήκε απ' το σταθμό.
Ο Χάρι είδε το αμάξι των Ντάρσλι ν' απομακρύνεται κι άκουσε τα δυνατά γέλια τους. Το δικό του στόμα ήταν τώρα στεγνό απ' την αγωνία κι η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Τι θα 'κανε τώρα; Είχε κιόλας αρχίσει να τραβά τα περίεργα βλέμματα των γύρω του, εξαιτίας της Χέντβιχ... Κάποιον έπρεπε να ρωτήσει...
Ο Χάρι σταμάτησε ένα φύλακα που περνούσε, αλλά δεν τόλμησε ν' αναφέρει την πλατφόρμα εννιά και τρία τέταρτα κι ο φύλακας δεν είχε ποτέ ακούσει για τη σχολή «Χόγκουαρτς». Όταν μάλιστα ο Χάρι δεν μπόρεσε να ταυ πει ούτε καν σε ποιο μέρος της χώρας βρισκόταν αυτή η σχολή, άρχισε να νευριάζει, λες και ο Χάρι έκανε επίτηδες το χαζό. Νιώθοντας την απελπισία του να μεγαλώνει, ο Χάρι τον ρώτησε τότε ποιο τρένο έφευγε στις έντεκα, αλλά ο φύλακας του απάντησε πως κανένα τρένο δεν έφευγε στις έντεκα. Κατόπιν ο φύλακας απομακρύνθηκε γρήγορα, μουρμουρίζοντας θυμωμένος γι αυτούς που σπαταλούν άδικα το χρόνο των άλλων. Ο Χάρι έπαιρνε τώρα βαθιές αναπνοές, προσπαθώντας να μην πανικοβληθεί. Σύμφωνα με το μεγάλο ρολόι του σταθμού, του έμεναν μόνο δέκα λεπτά για να μπει στο τρένο για το «Χόγκουαρτς», όμως δεν είχε ιδέα για το πού βρισκόταν και για το πώς μπορούσε να το βρει. Η κατάσταση του κάθε άλλο παρά καλή ήταν: βρισκόταν μόνος του στη μέση ενός σταθμού, με μια βαλίτσα που δεν μπορούσε να σηκώσει, τις τσέπες του γεμάτες μαγικά λεφτά και μια κοιμισμένη κουκουβάγια στο κλουβί της.
Σίγουρα ο Χάγκριντ θα είχε ξεχάσει να του πει τι να κάνει, όπως παραδείγματος χάριν το να χτυπήσει το τρίτο τούβλο δεξιά για να μπει στη Διαγώνιο Αλέα. Ο Χάρι αναρωτήθηκε μήπως έπρεπε να βγάλει το μαγικό ραβδί του και να χτυπήσει μ' αυτό τη θυρίδα των εισιτηρίων ανάμεσα στις πλατφόρμες 9 και 10.
Εκείνη τη στιγμή μια μεγάλη συντροφιά τον προσπέρασε κι ο Χάρι έπιασε τυχαία μια φράση που είπε κάποιος απ' αυτούς:
«... γεμάτο με Μαγκλ, φυσικά...»
Ο Χάρι γύρισε και κοίταξε. Αυτή που είχε μιλήσει, ήταν μια παχουλή γυναίκα κι απευθυνόταν σε τέσσερα αγόρια, όλα με κατακόκκινα μαλλιά. Το καθένα απ' τα αγόρια είχε μια βαλίτσα σαν τη δική του. Κι όλα κρατούσαν κλουβιά με κουκουβάγιες!
Με την καρδιά του να χτυπά λες και ήταν έτοιμη να σπάσει, ο Χάρι έσπρωξε το καρότσι του πίσω τους. Κι όταν εκείνοι σταμάτησαν, σταμάτησε κι αυτός κοντά τους, για να μπορεί να τους ακούει.
«Λοιπόν, ποιο είναι το νούμερο της πλατφόρμας;» ρώτησε η μητέρα.
«Εννιά και τρία τέταρτα», αποκρίθηκε ένα κοριτσάκι, κι αυτό με κόκκινα μαλλιά, που κρατούσε σφιχτά το χέρι της. «Μαμά, μπορώ να πάω κι εγώ;»
«Είπαμε, είσαι μικρή ακόμη, Τζίνι. Κάτσε φρόνιμα τώρα... Λοιπόν, Πέρσι, ανέβα εσύ πρώτος...»
Ένα αγόρι, το οποίο φαινόταν το μεγαλύτερο απ' όλα σε ηλικία, άρχισε να προχωρεί προς τις πλατφόρμες 9 και 10. Ο Χάρι τον παρακολουθούσε προσεκτικά, με τα μάτια του ανοιγμένα διάπλατα, από φόβο μήπως χάσει και την παραμικρή του κίνηση. Καθώς όμως το αγόρι έφτασε στη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δύο πλατφόρμες, μια μεγάλη συντροφιά από τουρίστες μπήκαν μπροστά του. Κι όταν κι ο τελευταίος απ' αυτούς απομακρύνθηκε, το αγόρι είχε εξαφανιστεί.
«Φρεντ, η σειρά σου τώρα», είπε η παχουλή γυναίκα.
«Δεν είμαι ο Φρεντ, είμαι ο Τζορτζ», αποκρίθηκε το αγόρι. «Είσαι η μητέρα μας και δεν μπορείς να μας ξεχωρίσεις;»
«Συγγνώμη, Τζορτζ, χρυσό μου».
«Σε πειράζω, καλέ μαμά. Ο Φρεντ είμαι...»
Ο μικρός άρχισε να προχωρεί αργά προς τις πλατφόρμες κι ο δίδυμος αδελφός του του φώναξε να βιαστεί. Κι αυτό μάλλον έκανε, γιατί την επόμενη στιγμή είχε κι αυτός εξαφανιστεί. Πώς όμως το είχε καταφέρει;
Τώρα ο τρίτος αδελφός προχωρούσε γρήγορα προς τη θυρίδα εισιτηρίων ανάμεσα στις δύο πλατφόρμες και τον ξύλινο φράχτη... Με το που έφτασε εκεί, ξαφνικά εξαφανίστηκε κι αυτός.
Ο Χάρι είχε πια καταλάβει πως δεν υπήρχε άλλη λύση.
«Συγγνώμη», είπε στην παχουλή γυναίκα.
«Ναι, χρυσό μου» αποκρίθηκε εκείνη, ρίχνοντας του ένα διαπεραστικό βλέμμα. «Πρώτη φορά πας στο "Χόγκουαρτς"; Κι ο Ρον μου το ίδιο...»
Και του έδειξε τον πιο μικρό απ' τους γιους της, ένα πολύ ψηλό κι αδύνατο αγόρι, με φακίδες στο πρόσωπο, μακριά χέρια και πόδια και μια μακριά μύτη.
«Ναι, πρώτη φορά», παραδέχθηκε ο Χάρι. Και το πρόβλημα μου είναι... πως... πως δεν ξέρω τι...»
«Δεν ξέρεις πώς να βρεις την πλατφόρμα;» ρώτησε με καλοσύνη η παχουλή γυναίκα κι ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Δεν είναι δύσκολο», τον καθησύχασε κατόπιν. «Το μόνο που πρέπει να κάνεις, είναι να πας ίσια στο φράχτη που χωρίζει τις πλατφόρμες εννέα και δέκα. Μη σταματήσεις και μη φοβηθείς πως θα πέσεις επάνω του! Καλύτερα να το κάνεις γρήγορα, αφού είναι η πρώτη σου φορά κι είσαι λίγο νευρικός... Εμπρός, λοιπόν, πήγαινε πριν από τον Ρον!»
«Εεε...» είπε ο Χάρι. «Εντάξει...»
Σπρώχνοντας το καρότσι του, άρχισε να πλησιάζει το φράχτη, που σε κάθε Βήμα του του φαινόταν όλο και μεγαλύτερος. Άλλοι ταξιδιώτες τον προσπερνούσαν, πηγαίνοντας προς τις πλατφόρμες 9 και 10. Ο Χάρι άρχισε να τρέχει... ο φράχτης πλησίαζε όλο και περισσότερο... το καρότσι κυλούσε σχεδόν ακυβέρνητο... η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη... κι ο Χάρι έκλεισε τα μάτια, περιμένοντας την...
Η σύγκρουση δεν έγινε... το καρότσι συνέχισε να τρέχει... ο Χάρι άνοιξε τα μάτια...
Μια κατακόκκινη ατμομηχανή με πολλά Βαγόνια περίμενε δίπλα σε μια πλατφόρμα γεμάτη ανθρώπους. Μια επιγραφή κρεμασμένη ψηλά έγραφε Χόγκουαρτς Εξπρές, 11 π.μ.
Ο Χάρι κοίταξε πίσω του κι είδε μια σκαλιστή καγκελόπορτα, εκεί όπου πιο πριν ήταν η θυρίδα των εισιτηρίων. Επάνω από την καγκελόπορτα ήταν στερεωμένη μια ταμπέλα με την επιγραφή Πλατφόρμα 9 ¾. Τα είχε καταφέρει!
Καπνός απ' την ατμομηχανή περνούσε πάνω απ' τα κεφάλια των επιβατών, ενώ γάτες κάθε χρώματος τριγύριζαν ανάμεσα στα πόδια τους. Κουκουβάγιες έβγαζαν διαπεραστικές κραυγές, που ακούγονταν ολοκάθαρα παρά το θόρυβο από τις φωνές, τα αγκομαχητά και τα συρσίματα των βαλιτσών.
Τα πρώτα βαγόνια του τρένου ήταν κιόλας γεμάτα με φοιτητές. Μερικοί κρέμονταν από τα παράθυρα, κουβεντιάζοντας με τους συγγενείς τους. Άλλοι τσακώνονταν μεταξύ τους για τις καλύτερες θέσεις. Ο Χάρι άρχισε να σπρώχνει το καρότσι του κατά μήκος του τρένου, ψάχνοντας για μια άδεια θέση. Κάποια στιγμή πέρασε δίπλα από ένα στρογγυλοπρόσωπο αγόρι, που έλεγε: «Γιαγιά, πάλι έχασα το βάτραχο μου...»
«Αχ, Νέβιλ!» αναστέναξε απελπισμένη η γιαγιά.
Ένα άλλο αγόρι, με μακριά κι ανακατωμένα μαλλιά, ήταν τριγυρισμένο από φίλους του.
«Έλα, Λι, μην κάνεις το δύσκολο!» του φώναζαν. «Δείξε μας!»
Το αγόρι έβγαλε το καπάκι από ένα μεγάλο κουτί που κρατούσε στα χέρια του κι οι φίλοι του ξεφώνισαν τρομαγμένοι, καθώς ένα μακρύ και τριχωτό πόδι πετάχτηκε έξω.
Ο Χάρι συνέχισε να προχωρεί μέσα απ' το πλήθος, ώσπου βρήκε ένα άδειο βαγόνι σχεδόν στο τέλος του τρένου. Έβαλε πρώτα μέσα το κλουβί με τη Χέντβιχ και μετά άρχισε να τραβά και να σπρώχνει τη βαριά βαλίτσα του κοντά στην πόρτα του βαγονιού. Μετά προσπάθησε να τη σηκώσει, για να την ανεβάσει επάνω, αλλά δεν τα κατάφερε. Δυο φορές την άφησε να πέσει κάτω, τη μια μάλιστα επάνω στο πόδι του.
«Θέλεις βοήθεια;» Ήταν το ένα απ' τα δυο κοκκινομάλλικα δίδυμα αγόρια, που είχαν φτάσει πριν απ' αυτόν στην πλατφόρμα 9 και ¾.
«Ναι, ευχαριστώ», αποκρίθηκε λαχανιασμένος ο Χάρι.
«Εντάξει. Φρεντ, έλα να βοηθήσεις...»
Με τη βοήθεια των διδύμων, η Βαλίτσα του Χάρι μπήκε στο βαγόνι και τοποθετήθηκε κάτω απ' τα καθίσματα.
«Ευχαριστώ πολύ», είπε ο Χάρι κι έσπρωξε πίσω τα μαλλιά του, για να σκουπίσει το ιδρωμένο του μέτωπο.
«Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε αμέσως το ένα απ' τα δίδυμα, δείχνοντας το σημάδι στο μέτωπο του.
«Όπα!» φώναξε το άλλο δίδυμο, προτού ο Χάρι προλάβει ν' απαντήσει. «Μήπως είσαι ο...»
«Ναι, αυτός είναι!» τον διέκοψε ο αδελφός του. «Εσύ δεν είσαι, ε;» ρώτησε κατόπιν τον Χάρι.
«Τι πράγμα;» απόρησε εκείνος.
«Ο Χάρι Πότερ!» φώναξαν μαζί και τα δυο παιδιά.
«Ναι, αυτός είναι... Θέλω να πω, εγώ είμαι», παραδέχτηκε σαστισμένος ο Χάρι.
Τα δύο δίδυμα αδέλφια τον κοιτούσαν τώρα μ' ανοιχτό στόμα. Ο Χάρι κοκκίνισε. Ανακουφίστηκε όταν απ' έξω ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
«Φρεντ!... Τζορτζ!... Πού είσαστε;»
«Ερχόμαστε, μαμά!»
Με μια τελευταία ματιά στον Χάρι, τα δυο αδέλφια πήδησαν απ' το τρένο.
Ο Χάρι κάθισε κοντά στο παράθυρο, απ' όπου μπορούσε να Βλέπει την οικογένεια με τα κόκκινα μαλλιά και ν' ακούει τι έλεγαν. Η μητέρα των παιδιών κρατούσε τώρα στα χέρια της ένα μαντίλι.
«Ρον», είπε, «έχεις μια μουντζούρα στη μύτη σου».
Ο μικρός προσπάθησε να της ξεφύγει, αλλά εκείνη τον άρπαξε σφιχτά απ' το μπράτσο κι άρχισε να τρίβει δυνατά την άκρη της μύτης του.
«Έλα! Ασε με, μαμά!» διαμαρτυρήθηκε ο μικρός.
«Αχ, το χρυσούλι μας! Ο Ρον μας! Έχει μουντζούρα στη μυτούλα του!» κορόιδεψαν τα δίδυμα αδέλφια του.
«Εσείς, σκασμός!» φώναξε ο Ρον.
«Πού είναι ο Πέρσι;» ρώτησε η μητέρα τους.
«Έρχεται. Να τον...»
Το μεγαλύτερο απ' τα αδέλφια πλησίασε με γρήγορα βήματα. Είχε κιόλας αλλάξει ρούχα και φορούσε τώρα τη μακριά ρόμπα και το φαρδύ μανδύα του μάγου, τα οποία ανέμιζαν πίσω του. Ο Χάρι πρόσεξε πως στο στήθος του ήταν στερεωμένη μια στρογγυλή ασημένια καρφίτσα με το γράμμα Π χαραγμένο στο κέντρο της.
«Δεν μπορώ να μείνω πολύ, μαμά» είπε. «Η θέση μου είναι μπροστά, γιατί οι επιμελητές έχουμε δυο βαγόνια δικά μας...»
«Α, ώστε είσαι επιμελητής, Πέρσι;» ρώτησε κοροϊδευτικά το ένα από τα δίδυμα. «Έπρεπε να μας το πεις! Δεν είχαμε ιδέα πως...»
«Μας το είπε, μας το είπε!» διέκοψε ο άλλος δίδυμος. «Δεν έκανε άλλη δουλειά όλο το καλοκαίρι!»
«Σκάστε εσείς!» είπε αυστηρά ο επιμελητής Πέρσι.
«Και γιατί ο Πέρσι έχει καινούρια ρούχα;» ρώτησε το ένα απ' τα δίδυμα.
«Μα γιατί είναι επιμελητής», αποκρίθηκε η μητέρα τους, κοιτάζοντας με υπερηφάνεια το μεγαλύτερο γιο της. «Λοιπόν, χρυσό μου», συνέχισε, «καλό διάβασμα και καλή πρόοδο. Στείλε μου μια κουκουβάγια όταν φτάσεις».
Κατόπιν φίλησε τον Πέρσι στο μάγουλο κι εκείνος έφυγε.
«Τώρα, εσείς οι δυο», είπε στους διδύμους. «Αυτή τη χρονιά πρέπει να είσαστε φρόνιμοι. Αν πάρω έστω και μια κουκουβάγια που να λέει πως ανατινάξατε μια τουαλέτα... ή κάτι τέτοιο...»
«Μα εμείς ποτέ δεν ανατινάξαμε τουαλέτα!» διαμαρτυρήθηκε ο ένας.
«Καλή ιδέα, όμως! Ευχαριστώ, μαμά!» είπε ο άλλος.
«Αφήστε τις ανοησίες. Και να προσέχετε τον Ρον!...»
«Μην ανησυχείς, μαμά. Ο κανακάρης σου είναι ασφαλής μαζί μας».
«Σκασμός!» είπε ο Ρον στ' αδέλφια του. Ήταν σχεδόν τόσο ψηλός όσο κι αυτοί, αλλά η μύτη του ήταν ακόμη κόκκινη, απ' το τρίψιμο που της είχε κάνει η μαμά του.
«Ε, μαμά!» είπε πάλι ο ένας απ' τους διδύμους. «Μάντεψε ποιον συναντήσαμε πριν λίγο στο τρένο».
Ο Χάρι τραβήχτηκε αμέσως προς τα πίσω, για να μην τον δουν να κρυφακούει.
«Ποιον;»
«Τον Χάρι Πότερ!»
Ο Χάρι άκουσε αμέσως τη φωνή της μικρής αδελφής των αγοριών.
«Αχ, μαμά! Ν' ανέβω στο τρένο να τον δω;»
«Τον είδες κιόλας, Τζίνι», αποκρίθηκε η μητέρα της. «Κι ο καημένος ο μικρός δεν είναι θηρίο σε ζωολογικό κήπο, για να τον κοιτάζουν... Είναι όμως αλήθεια αυτός, Φρεντ; Πώς είσαι βέβαιος;»
«Τον ρώτησα. Κι είδα και το σημάδι στο μέτωπο του, αυτό που είναι σαν αστραπή!»
«Ο καημένος! Γι' αυτό ήταν μόνος του στην πλατφόρμα... Και πόσο ευγενικά με ρώτησε πώς να βρει το τρένο...»
«Άσ' το αυτό, καλέ μαμά. Λες να θυμάται πώς είναι ο... Ξέρεις-Ποιος;»
Ξαφνικά η μητέρα των αγοριών έγινε πολύ αυστηρή.
«Σου απαγορεύω να τον ρωτήσεις!» είπε στο γιο της. «Με άκουσες, Φρεντ; Δεν του χρειάζονται τέτοιες ερωτήσεις την πρώτη του μέρα στο σχολείο...»
«Καλά, καλά, μαμά. Μη νευριάζεις».
Ένα δυνατό σφύριγμα ακούστηκε.
«Εμπρός! Ανεβείτε γρήγορα!» είπε η μητέρα τους.
Τα τρία αγόρια σκαρφάλωσαν στο τρένο. Όταν μπήκαν στο βαγόνι, έσκυψαν αμέσως απ' το παράθυρο για να τους φιλήσει η μητέρα τους. Η μικρή αδελφή τους άρχισε να κλαίει.
«Μην κλαις, Τζίνι!» την παρηγόρησαν. «Θα σου στείλουμε πολλές πολλές κουκουβάγιες».
«Θα σου στείλουμε κι ένα κομμάτι από τουαλέτα του "Χόγκουαρτς!"...»
«Τζορτζ!»
«Αστειεύομαι, καλέ μαμά...»
Το τρένο άρχισε να κινείται. Ο Χάρι είδε τη μητέρα και την αδελφή των τριών αγοριών να κλαίνε και να γελάνε μαζί ενώ έτρεχαν δίπλα απ' το τρένο, ώσπου εκείνο ανέπτυξε μεγάλη ταχύτητα και τότε σταμάτησαν να το ακολουθούν.
Ο Χάρι συνέχισε να κοιτάζει τη μικρή και τη μητέρα της, ώσπου χάθηκαν πίσω απ' την πρώτη στροφή. Σπίτια άρχισαν να περνούν γρήγορα μπροστά απ' τα μάτια του κι η καρδιά του γέμισε αισιοδοξία. Δεν ήξερε τι τον περίμενε εκεί που πήγαινε... αλλά σίγουρα πρέπει να ήταν καλύτερα απ' αυτό που άφηνε πίσω του...
Η πόρτα του βαγονιού όπου καθόταν ο Χάρι άνοιξε και το πιο μικρό απ' τα κοκκινομάλλικα αγόρια μπήκε μέσα.
«Κάθεται κανείς εκεί;» ρώτησε, δείχνοντας το κάθισμα απέναντι σ' αυτό του Χάρι. «Όλες οι άλλες θέσεις είναι πιασμένες».
Ο Χάρι έκανε μιαν αρνητική κίνηση με το κεφάλι κι ο μικρός κάθισε απέναντι του. Του έριξε μια γρήγορη ματιά γεμάτη περιέργεια και μετά γύρισε το βλέμμα του έξω απ' το παράθυρο, κάνοντας πως δεν τον είχε κοιτάξει.
Η πόρτα άνοιξε πάλι και οι δυο δίδυμοι έβαλαν τα κεφάλια τους μέσα.
«Ε, Ρον!» είπαν στον αδελφό τους. «Θα πάμε δυο βαγόνια πιο πέρα, στη μέση του τρένου. Ο Λι Τζόρνταν έχει μαζί του μιαν αράχνη γίγαντα...»
«Καλά», μουρμούρισε ο Ρον.
«Χάρι», είπε κατόπιν ο ένας απ' τους διδύμους, «νομίζω πως δε συστηθήκαμε. Εγώ είμαι ο Φρεντ κι αυτός είναι ο Τζορτζ Ουέσλι. Κι από δω ο αδελφός μας, ο Ρον. Θα τα πούμε αργότερα, λοιπόν...»
«Γεια», είπαν μαζί ο Χάρι κι ο Ρον.
Οι δίδυμοι έφυγαν κλείνοντας πίσω τους την πόρτα.
«Είσαι αλήθεια ο Χάρι Πότερ;» ρώτησε ξαφνικά ο Ρον.
Ο Χάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Α... εντάξει. Νόμιζα πως είναι καμιά απ' τις φάρσες του Φρεντ και του Τζορτζ... Κι έχεις, αλήθεια, εκείνο το...»
Έδειξε με το δάχτυλο του το μέτωπο του Χάρι.
Σιωπηλός ο Χάρι, παραμέρισε τα μαλλιά του για να φανεί το σημάδι. Ο Ρον το κοίταξε μ' ορθάνοιχτα μάτια.
«Ώστε εκεί ήταν, που ο Ξέρεις-Ποιος...»
«Ναι», αποκρίθηκε ο Χάρι. «Αλλά δεν το θυμάμαι...»
«Καθόλου;»
«Να... θυμάμαι ένα πράσινο φως, αλλά τίποτ' άλλο».
Ο Ρον συνέχισε να τον κοιτάζει με έκπληξη, ώσπου ο Χάρι πρόσεξε τι έκανε και τότε ο Ρον γύρισε βιαστικά το βλέμμα του στο παράθυρο.
«Είναι όλη η οικογένεια σου μάγοι;» ρώτησε ο Χάρι, που έβρισκε τον Ρον τόσο περίεργο, όσο τον έβρισκε κι εκείνος.
«Μα... νομίζω ναι...» αποκρίθηκε ο Ρον. «Η μαμά έχει ένα δεύτερο εξάδελφο που είναι λογιστής... αλλά δε μιλάμε ποτέ γι' αυτόν...»
«Εσύ, λοιπόν, ξέρεις κιόλας πολλά μαγικά, έτσι;»
Ο Χάρι ήταν σίγουρος πως οι Ουέσλι ήταν μια απ' αυτές τις παλιές οικογένειες μάγων, σαν αυτή που ανήκε και το χλομό αγόρι στο μαγαζί των ρούχων.
«Άκουσα πως πήγες να ζήσεις σε μια οικογένεια Μαγκλ», είπε κατόπιν ο Ρον. «Πώς είναι;»
«Απαίσιοι!» αποκρίθηκε ο Χάρι. «Όχι όλοι οι Μαγκλ... βέβαια... Ο θείος, η θεία κι ο εξάδελφος μου είναι πάντως... Μακάρι να είχα κι εγώ τρεις αδελφούς μάγους...»
«Όχι τρεις, πέντε!» τον διόρθωσε ο Ρον, δείχνοντας ξαφνικά απαισιόδοξος. «Εγώ είμαι ο έκτος στην οικογένεια μας που πάει στο "Χόγκουαρτς"... Ο Μπίλι κι ο Τσάρλι έχουν κιόλας αποφοιτήσει. Ο Μπίλι ήταν αρχηγός της τάξης του κι ο Τσάρλι πρωταθλητής σιο κουίντιτς. Και, τώρα, ο Πέρσι είναι επιμελητής... Ο Φρεντ κι ο Τζορτζ μπορεί να κάνουν πολλές φάρσες, αλλά οι βαθμοί τους είναι πολύ καλοί κι όλοι τους βρίσκουν τρομερά αστείους. Όσο για μένα, όλοι περιμένουν να τα πάω τόσο καλά όσο και τ' άλλα αδέλφια μου. Το να τα καταφέρω όμως, δε θα 'ναι δα και κανένα μεγάλο κατόρθωμα, γιατί οι άλλοι το 'χουν κάνει πρώτοι! Άσε που με πέντε μεγαλύτερους αδελφούς, ποτέ δε σου αγοράζουν τίποτα καινούριο. Έχω τον παλιό μανδύα του Μπίλι, το παλιό μαγικό ραβδί του Τσάρλι και τον παλιό αρουραίο του Πέρσι...»
Μιλώντας, ο Ρον έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε από μέσα ένα μεγαλόσωμο γκρίζο αρουραίο, ο οποίος κοιμόταν βαθιά.
«Τον λένε Σκάμπερς κι είναι εντελώς άχρηστος, γιατί σπάνια ξυπνάει», συνέχισε. «Ο Πέρσι πήρε δώρο μια κουκουβάγια, γιατί έγινε επιμελητής, αλλά οι γονείς μου δεν μπορούσαν ν' αγοράσουν... θέλω να πω, σε μένα έδωσαν τον Σκάμπερς».
Τ' αφτιά του Ρον είχαν τώρα γίνει κατακόκκινα. Μάλλον είχε πει πιο πολλά απ' όσα έπρεπε, γιατί έσφιξε τα χείλη του κι άρχισε πάλι να κοιτάζει έξω απ' το παράθυρο.
Ο Χάρι, όμως, θεώρησε πως δεν υπήρχε τίποτα το στραβό αν κάποιος δεν είχε τα χρήματα για ν' αγοράσει μια κουκουβάγια. Στο κάτω κάτω της γραφής, κι ο ίδιος δεν είχε πεντάρα μέχρι πριν από ένα μήνα και το είπε στον Ρον. Του είπε, ακόμη, πως υποχρεωνόταν να φορά τα παλιά ρούχα του Ντάντλι και πως ποτέ δεν έπαιρνε δώρο στα γενέθλια του. Όλ' αυτά φάνηκαν να δίνουν στον Ρον κουράγιο.
«...κι ώσπου μου το είπε ο Χάγκριντ», συνέχισε ο Χάρι, «δεν ήξερα τίποτα για το ότι ήμουν μάγος, ή για τους γονείς μου, ή για τον Βόλντεμορτ...»
Ο Ρον έβγαλε μια κραυγή τρόμου.
«Τι τρέχει;» ρώτησε ο Χάρι.
«Είπες τ' όνομα του Ξέρεις-Ποιος!» αποκρίθηκε ο Ρον, δείχνοντας τρομαγμένος αλλά και πολΰ εντυπωσιασμένος. «Θα περίμενα πως εσύ... πιο πολύ απ' όλους...»
«Δεν προσπαθώ να κάνω το θαρραλέο, λέγοντας τ' όνομα του», εξήγησε ο Χάρι. «Απλώς, ποτέ δεν έμαθα πως αυτό το όνομα δεν πρέπει να λέγεται... Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Πως έχω ακόμη πάρα πολλά να μάθω... Και φαντάζομαι πως... πως θα είμαι ο χειρότερος στην τάξη...»
Μ' αυτά τα λόγια, ο Χάρι ομολογούσε για πρώτη φορά κάτι που τον είχε απασχολήσει πολύ τον τελευταίο καιρό.
«Δε θα είσαι», τον καθησύχασε ο Ρον. «Είναι κι άλλα παιδιά από οικογένειες Μαγκλ και μαθαίνουν πολύ γρήγορα...»
Κι ενώ τα δυο παιδιά μιλούσαν, το τρένο είχε βγει απ' το Λονδίνο. Περνούσε τώρα από καταπράσινα χωράφια, μερικά με αγελάδες. Ο Ρον κι ο Χάρι έμειναν για λίγο σιωπηλοί, κοιτάζοντας τες.
Κατά τις δωδεκάμιση ακούστηκε ένας θόρυβος στο διάδρομο, η πόρτα του βαγονιού άνοιξε και μια γυναίκα με ροδαλό πρόσωπο τους ρώτησε: «Τίποτα για κολατσιό, παιδιά;»
Ο Χάρι, που δεν είχε φάει πρωινό, πετάχτηκε αμέσως όρθιος. Τ' αφτιά του Ρον, όμως, κοκκίνισαν πάλι και μουρμούρισε πως είχε σάντουιτς μαζί του. Ο Χάρι βγήκε στο διάδρομο.
Ποτέ ως τώρα στη ζωή του δεν είχε χαρτζιλίκι για γλυκά. Τώρα που οι τσέπες του ήταν γεμάτες χρυσά κι ασημένια νομίσματα, ήταν έτοιμος ν' αγοράσει όσες σοκολάτες έβλεπε μπροστά του. Η ροδομάγουλη γυναίκα, όμως, δεν είχε σοκολάτες· είχε μόνο άγνωστα στον Χάρι γλυκά, με περίεργα ονόματα, όπως κολοκυθόπιτες, φτερά νυχτερίδας κι άλλα παρόμοια. Μη θέλοντας ν' αφήσει τίποτα χωρίς να το δοκιμάσει, ο Χάρι αγόρασε απ' όλα και πλήρωσε τη γυναίκα με 11 ασημένια δρεπάνια και 7 χάλκινα μαστίγια.
Όταν ο Χάρι ξαναμπήκε μέσα κι έριξε όλα τα γλυκά επάνω σ' ένα άδειο κάθισμα, ο Ρον τον κοίταξε κατάπληκτος.
«θα πεινάς πολύ», παρατήρησε.
«Ξελιγωμένος είμαι», αποκρίθηκε ο Χάρι, κόβοντας μια μεγάλη δαγκωνιά από μια κολοκυθόπιτα.
Ο Ρον έβγαλε απ' την τσέπη του ένα κακοτυλιγμένο πακέτο, το άνοιξε και κοίταξε τα τέσσερα μικρά σάντουιτς που είχε μέσα. Μετά άνοιξε το ένα, κοίταξε το περιεχόμενο του και μουρμούρισε λυπημένος: «Πάντα ξεχνάει πως δε μ' αρέσει το κρέας κονσέρβας...»
«Θέλεις να το αλλάξεις μ' ένα απ' αυτά;» τον ρώτησε ο Χάρι, δίνοντας του το πιο μεγάλο απ' τα παράξενα γλυκά.
«Τι να το κάνεις εσύ αυτό το σάντουιτς; Είναι ξερό...» αποκρίθηκε ο Ρον, χαμηλώνοντας το βλέμμα του. «Η μαμά μου δεν έχει πολύ ελεύθερο καιρό... με πέντε παιδιά... καταλαβαίνεις...»
«Δεν πειράζει, πάρ' το!» επέμεινε ο Χάρι, που ως τώρα δεν είχε ποτέ στη ζωή του ούτε κάτι να προσφέρει, ούτε κάποιον για να του το προσφέρει. Και του φαινόταν πολύ ευχάριστο να κάθεται τώρα με τον Ρον μασουλώντας όλα τα περίεργα πράγματα που είχε αγοράσει, ενώ τα σάντουιτς είχαν κιόλας ξεχαστεί.
«Τι είναι αυτά;» ρώτησε κάποια στιγμή τον Ρον, δείχνοντας του ένα κουτί με σοκολατένιους Βατράχους. «Δεν είναι αληθινοί Βάτραχοι, έτσι;» συνέχισε, έχοντας αρχίσει να πιστεύει πως τίποτα πια δε θα του φαινόταν περίεργο.
«Όχι, βέβαια», αποκρίθηκε ο Ρον. «Κοίταξε, όμως, ποια κάρτα είναι μέσα στο κουτί. Μου λείπει ο Αγρίππας και...»
«Ποιος σου λείπει;»
«Α, ναι, ξέχασα πως εσύ δε θα το ξέρεις. Οι σοκολατένιοι βάτραχοι, λοιπόν, έχουν μέσα σε κάθε κουτί μια κάρτα με τη φωτογραφία κάποιου διάσημου μάγου, ή μάγισσας... κι εμείς τα παιδιά τις μαζεύουμε αυτές τις φωτογραφίες... Εγώ έχω καμιά πεντακοσαριά... αλλά μου λείπουν ο Αγρίππας και ο Πτολεμαίος».
Ο Χάρι άνοιξε το κουτί με τους σοκολατένιους βατράχους και τράβηξε την κάρτα. Η φωτογραφία έδειχνε έναν άντρα με γυαλιά με μισούς φακούς, με μακριά και γαμψή μύτη και με μακριά κι ασημένια μαλλιά, μουστάκια και γένια. Κάτω απ' τη φωτογραφία ήταν το όνομα Άλμπους Ντάμπλντορ.
«Ποιος είναι ο Άλμπους Ντάμπλντορ;» ρώτησε ο Χάρι.
«Μη μου πεις πως δεν έχεις ακούσει ποτέ για τον Ντάμπλντορ;» είπε μ' απορία ο Ρον. «Μου δίνεις άλλον ένα Βάτραχο; Ευχαριστώ...»
Ο Χάρι γύρισε τη φωτογραφία από την ανάποδη κι άρχισε να διαβάζει:
Άλμπους Ντάμπλντορ, γενικός διευθυντής της Σχολής Χόγκουαρτς. Θεωρείται από πολλούς ο μεγαλύτερος μάγος της σύγχρονης εποχής. Ο Ντάμπλντορ είναι ιδιαίτερα γνωστός για τη νίκη του επί του κακού μάγου Γκρίντελβαλντ, το 1945, για την ανακάλυψη των δώδεκα χρήσεων του αίματος των δράκων και για την πρωτοποριακή εργασία του στην αλχημεία, μαζί με το συνεργάτη του Νικόλας Φλαμέλ. Ο καθηγητής Ντάμπλντορ λατρεύει τη μουσική δωματίου και το μπόουλίνγκ.
Ο Χάρι γύρισε πάλι τη φωτογραφία από την καλή κι είδε πως η μορφή του Ντάμπλντορ είχε εξαφανιστεί.
«Χάθηκε!» είπε κατάπληκτος.
«Ε, τι περιμένεις; Έχει πολλές ασχολίες, δεν μπορεί να περάσει εδώ ολόκληρη τη μέρα του», αποκρίθηκε ο Ρον. «Θα ξαναγυρίσει, όμως. Αχ, πάλι τη Μοργκάνα βρήκα κι έχω τουλάχιστον άλλες έξι δικές της φωτογραφίες... Μήπως τη θέλεις εσύ; Μπορείς ν' αρχίσεις τη δική σου συλλογή».
Το βλέμμα του Ρον γύρισε αμέσως στους σοκολατένιους βατράχους που είχαν απομείνει.
«Πάρε όσους θέλεις», του είπε ο Χάρι. «Ξέρεις κάτι, όμως; Στον κόσμο των Μαγκλ οι άνθρωποι μένουν για πάντα στις φωτογραφίες τους...»
«Αλήθεια;» ρώτησε κατάπληκτος ο Ρον. «Δηλαδή δεν κουνιούνται καθόλου; Απίστευτο!»
Το βλέμμα του Χάρι έπεσε πάλι στη φωτογραφία που κρατούσε ακόμη στο χέρι του και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα, όταν είδε τη μορφή του Ντάμπλντορ να ξαναγυρίζει επάνω στο χαρτί και να του χαρίζει ένα μικρό χαμόγελο. Ο Ρον απέναντι του ενδιαφερόταν περισσότερο να τρώει τους βατράχους, παρά να κοιτάζει τις φωτογραφίες των διάσημων μάγων και μαγισσών, αλλά ο Χάρι δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια του από πάνω τους. Σε λίγο, εκτός απ' τον Ντάμπλντορ, είχε και τις φωτογραφίες της Μοργκάνα, του Χένγκιστ, του Άλμπερικ, της Κίρκης, του Παράκελσου και του Μέρλιν. Τελευταία ήταν η φωτογραφία της Κλιόντνα, μάγισσας των Δρυΐδων, η οποία όμως εκείνη τη στιγμή έξυνε τη μύτη της. Έτσι ο Χάρι προτίμησε να μην την κοιτάξει. Στη συνέχεια ο Χάρι πήρε στα χέρια του ένα κουτί που έγραφε απ' έξω Φασολάκια του Μπέρτι, όλες οι γεύσεις κι άρχισε να το ανοίγει.
«Καλύτερα να είσαι προσεκτικός μ' αυτά», τον συμβούλεψε ο Ρον. «Όταν γράφει "όλες οι γεύσεις" αληθινά εννοεί όλες τις γεύσεις. Έχει τις συνηθισμένες —σοκολάτα, βανίλια, μέντα και λοιπά — αλλά έχει και τις ασυνήθιστες, όπως σπανάκι, συκώτι και ψαρόσουπα. Ο αδελφός μου, ο Τζορτζ, έφαγε κάποτε ένα φασολάκι που είχε γεύση στάχτης!»
Ο Χάρι πήρε απ' το κουτί ένα καταπράσινο φασόλι, το δάγκωσε κι έκανε μια γκριμάτσα αηδίας.
«Μπλιαχ! Βραστό λάχανο!»
Τα δυο παιδιά διασκέδασαν πολύ τρώγοντας τα φασόλια με τις διαφορετικές γεύσεις. Ο Χάρι δοκίμασε φράουλα, ψητό ψωμί, καφέ και σαρδέλα κι είχε το κουράγιο να δοκιμάσει ένα σκούρο γκρίζο φασόλι, το οποίο ο Ρον δεν τολμούσε ούτε ν' αγγίξει και το οποίο αποδείχθηκε πως είχε τη γεύση πιπεριού.
Έξω απ' το παράθυρο του τρένου, το τοπίο που διέσχιζαν γινόταν όλο και πιο άγριο. Τα καταπράσινα λιβάδια και τα κοπάδια οι αγελάδες είχαν τώρα δώσει τη θέση τους σε πυκνά δάση, άγριους ποταμούς και βραχώδεις λόφους.
Κάποια στιγμή ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Μετά η πόρτα άνοιξε κι ο Χάρι είδε πάλι το στρογγυλοπρόσωπο αγόρι το οποίο είχε προσπεράσει στην πλατφόρμα 9 και ¾. Έδειχνε πάλι έτοιμο να κλάψει.
«Συγγνώμη», είπε με φωνή που έτρεμε. «Μήπως είδατε ένα βάτραχο;»
Όταν κι οι δυο κούνησαν αρνητικά τα κεφάλια τους, ο μικρός άρχισε να κλαίει.
«Τον έχασα πάλι!» είπε μέσα απ' τους λυγμούς του. «Όλο μου φεύγει!»
«Θα ξαναγυρίσει», τον παρηγόρησε ο Χάρι.
«Μπορεί», παραδέχθηκε ο μικρός. «Αν τύχει και τον δείτε όμως...»
Άφησε μισοτελειωμένη τη φράση του κι έφυγε.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί κάνει έτσι», παρατήρησε ο Ρον. «Αν είχα φέρει βάτραχο μαζί μου, θα φρόντιζα να τον χάσω το γρηγορότερο, για να τον ξεφορτωθώ. Βέβαια ο Σκάμπερς δεν είναι και ο καλύτερος...»
Και με μια περιφρονητική κίνηση, έδειξε το μεγάλο αρουραίο που κοιμόταν ακόμη στα γόνατα του.
«Και να 'χε ψοφήσει, δε θα βλέπαμε καμιά διαφορά!» συνέχισε με περιφρόνηση. «Χτες προσπάθησα να τον κάνω κίτρινο, αλλά τα μάγια δεν έπιασαν. Ξέρεις τι έκανα; Θα σου δείξω...»
Αφού έψαξε για λίγο μέσα στην παλιά βαλίτσα του, ο Ρον έβγαλε ένα πολύ ταλαιπωρημένο μαγικό ραβδί, γρατσουνισμένο σε πολλές μεριές και με κάτι άσπρο να γυαλίζει στη μια του άκρη.
«Οι τρίχες του μονόκερου που έχει από μέσα άρχισαν να φαίνονται», παρατήρησε ντροπιασμένος. «Τέλος πάντων...»
Μιλώντας, σήκωσε ψηλά το ραβδί, αλλά την ίδια στιγμή η πόρτα άνοιξε πάλι. Το αγόρι που είχε χάσει το βάτραχο του φάνηκε πάλι στο άνοιγμα, αυτή τη φορά μ' ένα συνομήλικο κορίτσι στο πλευρό του. Το κορίτσι φορούσε κιόλας τη στολή του σχολείου.
«Είδε κανείς ένα βάτραχο;» ρώτησε το κορίτσι. «Ο Νέβιλ έχασε το δικό του». Η φωνή της ήταν δυνατή κι επιτακτική. Είχε πυκνά καστανά μαλλιά και τα μπροστινά της δόντια ήταν μεγάλα.
«Του είπαμε κιόλας ότι δεν τον είδαμε», αποκρίθηκε ο Ρον.
Η κοπέλα, όμως, κοιτούσε τώρα το σηκωμένο ραβδί του.
«Α, κάνεις μάγια», είπε. «Για να δούμε, λοιπόν...» Και κάθισε σ' ένα άδειο κάθισμα.
Ο Ρον έδειξε σαστισμένος. Κατόπιν ξερόβηξε και είπε: «Εντάξει. Αρχίζω λοιπόν. Ηλιαχτίδες, μαργαρίτες, ξανθές σταφίδες, κάντε κίτρινο αυτόν το χαζό αρουραίο!»
Ταυτόχρονα κουνούσε το μαγικό ραβδί του, αλλά δεν έγινε τίποτα. Ο Σκάμπερς συνέχισε να είναι γκρίζος και να κοιμάται βαθιά.
«Είσαι σίγουρος πως έκανες σωστά τα μάγια;» ρώτησε το κορίτσι. «Εγώ έχω δοκιμάσει μερικά απλά μάγια, έτσι για εξάσκηση, κι όλα πέτυχαν. Και να σκεφθείς πως κανείς στην οικογένεια μου δεν έχει μαγικές ικανότητες! Ξαφνιάστηκα πολύ όταν ήρθε το γράμμα. Εγώ βέβαια πολύ χάρηκα, γιατί είναι το καλύτερο σχολείο για μάγους στον κόσμο... Έχω κιόλας μάθει τα περισσότερα βιβλία μας απέξω... Είμαι σίγουρη πως έτσι θα κερδίσω πολύ χρόνο. Αλήθεια, εγώ είμαι η Ερμιόνη Γκρέιντζερ. Εσείς ποιοι είσαστε;»
Ο Χάρι κοίταξε μ' απορία τον Ρον κι ανακουφίστηκε, όταν κατάλαβε, απ' τη σαστισμένη έκφραση στο πρόσωπο του Ρον, πως κι εκείνος δεν είχε μάθει απέξω κανένα 6ι6λίο.
«Με λένε Ρον Ουέσλι», μουρμούρισε ο Ρον.
«Κι εμένα Χάρι Πότερ...»
«Αλήθεια;» είπε η Ερμιόνη. «Τα ξέρω όλα για σένα, φυσικά... Έχω πάρει μερικά γενικά βιβλία για τη μαγεία και σε αναφέρουν στη Σύγχρονη ιστορία της μαγείας, στην Άνοδο και την πτώση των μαγικών τεχνών και στα Μεγάλα μαγικά γεγονότα του 20ού αιώνα».
«Αλήθεια;» ρώτησε ο Χάρι, νιώθοντας λίγο ζαλισμένος.
«Και βέβαια! Μα δεν το ήξερες;» ρώτησε μ' απορία η Ερμιόνη. «Αν εγώ ήμουν στη θέση σου, θα είχα ψάξει σ' όλα τα βιβλία, για να μάθω τι λένε για μένα. Ξέρει κανείς από τους δυο σας σε ποιον κοιτώνα θα πάει; Έχω ρωτήσει από εδώ κι από κει κι ελπίζω να με Βάλουν στο Γκρίφιντορ. Είναι ο καλύτερος, απ' ό,τι άκουσα... Άκουσα πως και ο ίδιος ο Ντάμπλντορ ήταν κάποτε στο Γκρίφιντορ, αλλά φαντάζομαι πως και στο Ράβενκλοου δε θα είναι κι άσχημα... Τέλος πάντων, εμείς πρέπει να συνεχίσουμε το ψάξιμο για το βάτραχο του Νέβιλ. Όσο για σας, καλύτερα ν' αλλάξετε ρούχα, γιατί δε θ' αργήσουμε να φτάσουμε».
Κι έφυγε βιαστικά, τραβώντας το βουρκωμένο Νέβιλ πίσω της.
«Σ' όποιον κοιτώνα και να με βάλουν, ελπίζω να βάλουν εκείνη σε άλλον», είπε ο Ρον, τοποθετώντας πάλι το μαγικό ραβδί στη βαλίτσα του. «Όσο γι' αυτό το ξόρκι που δεν έπιασε... Ο Τζορτζ μου το είπε. Ασφαλώς θα ήξερε πως δεν άξιζε τίποτα!»
«Σε ποιον κοιτώνα είναι τ' αδέλφια σου;» ρώτησε ο Χάρι.
«Στο Γκρίφιντορ», αποκρίθηκε ο Ρον και ξανάγινε σκυθρωπός. «Ο μπαμπάς κι η μαμά μου ήταν κι αυτοί εκεί, όταν φοιτούσαν στο "Χόγκουαρτς", και δεν ξέρω πώς θα τους φανεί, αν βάλουν εμένα αλλού... Νομίζω πως στο Ράβενκλοου δε θα είναι κι άσχημα, αλλά φαντάσου να με βάλουν στο Σλίθεριν...»
«Αυτός ήταν ο κοιτώνας του Βολ... θέλω να πω, του Ξέρεις-Ποιου...»
«Ναι», αποκρίθηκε ο Ρον και το πρόσωπο του έγινε ακόμη πιο σκυθρωπό.
Ο Χάρι αναρωτιόταν τώρα τι κάνει ένας μάγος όταν τελειώσει τις σπουδές του.
«Και π κάνουν τα δυο μεγάλα αδέλφια σου, αφότου έφυγαν απ' το "Χόγκουαρτς";» ρώτησε τον Ρον.
«Ο Τσάρλι είναι στη Ρουμανία και κάνει μεταπτυχιακές σπουδές για τους δράκους. Κι ο Μπιλ είναι στην Αφρική. Δουλεύει στο υποκατάστημα που έχει εκεί η τράπεζα 'Τκρίνγκοτς"!... Αλήθεια, διάβασες τι έγινε στο "Γκρίνγκοτς"; Ασφαλώς όχι, γιατί δε θα έρχεται η εφημερίδα μας, ο Ημερήσιος Προφήτης, σε σπίτια των Μαγκλ... Κάποιος, λοιπόν, προσπάθησε να ληστέψει ένα από τα χρηματοκιβώτια υψίστης ασφαλείας...»
«Αλήθεια; Και τι έγινε;»
«Τίποτα! Θέλω να πω, κανείς δεν έπιασε το ληστή, ή τους ληστές, και γι' αυτό η είδηση είναι τόσο μεγάλη. Ο μπαμπάς μου λέει πως θα πρέπει να ήταν κάποιος πολύ δυνατός σκοτεινός μάγος, για να μπορέσει να ξεγελάσει το σύστημα ασφαλείας του "Γκρίνγκοτς". Απ' την τράπεζα, όμως, δήλωσαν πως δεν κλάπηκε τίποτα... Πάντως όλοι φοβούνται όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, μην τυχόν κι ο Ξέρεις-Ποιος κρύβεται πίσω απ' την απόπειρα...»
Ο Χάρι έμεινε σιωπηλός. Είχε αρχίσει να νιώθει ένα τσίμπημα φόβου στην καρδιά κάθε φορά που άκουγε για τον Ξέρεις-Ποιον. Ασφαλώς αυτό θα οφειλόταν στο ότι, τώρα, ήταν κι αυτός μέρος του κόσμου της μαγείας... ενώ τα πράγματα ήταν πιο εύκολα γι' αυτόν όταν μπορούσε να λέει «Βόλντεμορτ» και να μην ανησυχεί για τίποτα.
«Ποια ομάδα κουίντιτς υποστηρίζεις;» τον ρώτησε ξαφνικά ο Ρον.
«Μα... δεν ξέρω καμιά», ομολόγησε ο Χάρι.
«Αλήθεια; Α, περίμενε λίγο και θα δεις πόσο θα σου αρέσει.. . Είναι το καλύτερο παιχνίδι στον κόσμο...»
Κι άρχισε αμέσως να εξηγεί για τις τέσσερις μπάλες και τις θέσεις που έχουν οι εφτά παίκτες, περιγράφοντας διάσημα παιχνίδια που είχε δει με τα αδέλφια του, καθώς και το είδος του σκουπόξυλου που θα 'θελε ν' αγοράσει, αν είχε τα χρήματα. Κάποια στιγμή, όμως, η πόρτα του βαγονιού άνοιξε πάλι κι αυτή τη φορά δεν ήταν το αγόρι που είχε χάσει το βάτραχο του, ούτε η Ερμιόνη Γκρέιντζερ.
Τρία αγόρια μπήκαν μέσα κι ο Χάρι αναγνώρισε αμέσως το ένα από αυτά. Ήταν το υπεροπτικό, χλομό αγόρι που είχε συναντήσει στο κατάστημα της κυρίας Μάλκιν, όταν αγόραζε τα ρούχα του. Ο νεαρός κοιτούσε τώρα τον Χάρι με πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον από πριν.
«Είναι αλήθεια;» ρώτησε απότομα. «Σ' όλο το τρένο λένε πως ο Χάρι Πότερ είναι σ' αυτό το βαγόνι. Ώστε, λοιπόν, εσύ είσαι;»
«Ναι», αποκρίθηκε ο Χάρι, κοιτάζοντας εξεταστικά τα άλλα δυο αγόρια. Ήταν και τα δυο μεγαλόσωμα κι έδειχναν γεμάτα κακία. Έτσι όπως στέκονταν δεξιά κι αριστερά απ' το χλομό αγόρι, έμοιαζαν σαν σωματοφυλακές του.
«Α, αυτοί οι δύο είναι ο Κράμπε και ο Γκόιλ», είπε το χλομό αγόρι, όταν πρόσεξε ότι ο Χάρι τους κοιτούσε. «Και το δικό μου όνομα είναι Μαλφόι. Ντράκο Μαλφόι...»
Ο Ρον ξερόβηξε σιγανά, σαν να προσπαθούσε να κρύψει ένα ξαφνικό, κοροϊδευτικό γέλιο. Ο Ντράκο Μαλφόι τον κοίταξε απειλητικά.
«Τ' όνομα μου σου φαίνεται αστείο;» ρώτησε. «Όσο για σένα, δε χρειάζεται να ρωτήσω ποιος είσαι. Ο πατέρας μου μου είπε πως οι Ουέσλι έχουν κόκκινα μαλλιά, φακίδες και πιο πολλά παιδιά απ' όσα μπορούν να θρέψουν...» Κατόπιν γύρισε πάλι το βλέμμα του στον Χάρι. «Πότερ, γρήγορα θα μάθεις πως μερικές οικογένειες μάγων είναι πολύ καλύτερες από άλλες», του είπε. «Δεν είναι καλό, λοιπόν, να πιάνεις φιλίες μ' όποιον κι όποιον. Εγώ μπορώ να σε βοηθήσω να...»
Κι άπλωσε το χέρι του, αλλά ο Χάρι δεν το έσφιξε.
«Νομίζω πως μπορώ μόνος μου να ξεχωρίσω τους κακούς», του είπε ψυχρά.
Ο Ντράκο Μαλφόι δεν κοκκίνισε, αλλά ένα ελαφρό ροζ χρώμα έβαψε τα χλομά μαγουλά του.
«Εγώ, στη θέση σου, θα ήμουν πιο προσεκτικός, Πότερ», αποκρίθηκε αργά. «Γιατί, αν δε γίνεις πιο ευγενικός, μπορεί να 'χεις κι εσύ την ίδια τύχη με τους γονείς σου. Κι εκείνοι δεν ήξεραν ποιο ήταν το συμφέρον τους... Αν πιάσεις φιλίες με σκουπίδια σαν τους Ουέσλι κι εκείνον τον Χάγκριντ, θα γίνεις κι εσύ όμοιος τους...»
Ο Χάρι κι ο Ρον πετάχτηκαν αμέσως όρθιοι. Το πρόσωπο του Ρον ήταν τώρα τόσο κόκκινο όσο και τα μαλλιά του.
«Για ξαναπές το αυτό!» φώναξε.
«Θέλεις, δηλαδή, να τα βάλεις μαζί μας;» ρώτησε κοροϊδευτικά ο Μαλφόι.
«Εκτός αν κι οι τρεις σας φύγετε αμέσως!» αποκρίθηκε ο Χάρι, προσπαθώντας να δείξει πιο θαρραλέος απ' όσο ένιωθε, γιατί ο Κράμπε και ο Γκόιλ ήσαν πολύ πιο μεγαλόσωμοι απ' αυτόν και τον Ρον..
«Εμείς όμως δεν έχουμε καμιά διάθεση να φύγουμε, έτσι παιδιά; Άσε που τελειώσαμε όλα τα φαγητά μας κι εσείς έχετε πολλά ακόμη...»
Μιλώντας, ο Γκόιλ άπλωσε το χέρι του στους σοκολατένιους βατράχους. Ο Ρον όρμησε προς το μέρος του, προτού όμως προλάβει να τον αγγίξει, ο Γκόιλ έβγαλε μια δυνατή κραυγή.
Ο αρουραίος Σκάμπερς κρεμόταν τώρα από ένα δάχτυλο του, με τα κοφτερά δόντια του βαθιά χωμένα στο δέρμα του Γκόιλ. Ο Κράμπε κι ο Μαλφόι έκαναν τρομαγμένοι πίσω κι ο Γκόιλ άρχισε να στριφογυρίζει γρήγορα το χέρι του, ώσπου ο αρουραίος ξεκόλλησε απ' αυτό κι έπεσε κάτω. Οι τρεις τους γύρισαν αμέσως την πλάτη τους κι έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ίσως να νόμιζαν πως υπήρχαν κι άλλοι αρουραίοι κρυμμένοι μέσα στα γλυκίσματα, ή να είχαν ακούσει τα βήματα που πλησίαζαν, γιατί λίγες στιγμές αργότερα η Ερμιόνη Γκρέιντζερ μπήκε στο βαγόνι.
«Μα τι έγινε εδώ;» ρώτησε Βλέποντας τα γλυκά πεσμένα στο πάτωμα και τον Ρον να σηκώνει τον Σκάμπερς απ' την ουρά του.
«Φοβάμαι πως λιποθύμησε», είπε κατόπιν ανήσυχος στον Χάρι. «Α, όχι... βλέπω πως αναπνέει κανονικά... Τότε πρέπει να ξανακοιμήθηκε...»
Κι αυτό ακριβώς είχε κάνει ο Σκάμπερς.
«Έχεις ξανασυναντήσει τον Μαλφόι;» ρώτησε κατόπιν τον Χάρι ο Ρον.
Εκείνος του διηγήθηκε για τη συνάντηση τους στο μαγαζί ρούχων στη Διαγώνιο Αλέα.
«Έχω ακούσει για την οικογένεια του», είπε ο Ρον. «Ήταν απ' τους πρώτους που ξαναγύρισαν με το μέρος μας, αφού εξαφανίστηκε ο Ξέρεις-Ποιος. Κι είπαν πως τους είχε κάνει μάγια, γι' αυτό τον ακολούθησαν... Ο μπαμπάς μου όμως δεν το πιστεύει. Λέει πως ο πατέρας τού Μαλφόι δε χρειαζόταν δικαιολογία για να πάει με τη Δύναμη του Σκοταδιού...» Κατόπιν, γυρίζοντας προς την Ερμιόνη, ρώτησε με υπερβολική ευγένεια: «Μήπως μπορούμε να σε βοηθήσουμε σε κάτι;»
«Ήρθα να σας πω να διαστείτε και να φορέσετε τους μανδύες σας, γιατί μόλις πήγα ως την ατμομηχανή, ρώτησα τον οδηγό και μου είπε πως όπου να 'ναι φτάνουμε», απάντησε εκείνη. «Δε φαντάζομαι να μπλεχτήκατε σε κανένα καβγά... γιατί τότε θα έχετε φασαρίες προτού καν φτάσουμε στο σχολείο...»
«Ο Σκάμπερς μπλέχτηκε σε καβγά, όχι εμείς», αποκρίθηκε ο Ρον ρίχνοντας της μια ενοχλημένη ματιά. «Θα σε πείραζε τώρα να φύγεις, για να μπορέσουμε ν' αλλάξουμε;»
«Πολύ καλά!» είπε πειραγμένη η Ερμιόνη. «Εγώ ήρθα να σας ειδοποιήσω για το καλό σας... Και... το ξέρεις πώς έχεις μια μουντζούρα στη μύτη σου;»
Και λέγοντας αυτά, χου γύρισε την πλάτη κι έφυγε, χωρίς να δει το άγριο βλέμμα που της έριξε ο Ρον. Ο Χάρι κοίταξε απ' το παράθυρο. Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Μπορούσε ακόμη να ξεχωρίζει βουνά και δάση, κάτω από έναν ουρανό που άρχιζε να γίνεται μπλε. Το τρένο πράγματι είχε αρχίσει να κόβει ταχύτητα.
Ο Χάρι κι ο Ρον έβγαλαν τα μπουφάν και φόρεσαν τις μακριές μαύρες ρόμπες τους. Η ρόμπα του Ρον ήταν λίγο κοντή κι από κάτω φαίνονταν τα αθλητικά του παπούτσια.
Έξω στο διάδρομο ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή: «Φτάνουμε στο "Χόγκουαρτς" σε πέντε λεπτά. Παρακαλούμε να αφήσετε τις αποσκευές σας στο τρένο και θα τις παραλάβετε αργότερα στο σχολείο».
Το στομάχι του Χάρι άρχισε να σφίγγεται από ξαφνική ανησυχία, ενώ είδε πως κι ο Ρον είχε τώρα γίνει κατάχλομος. Τα δυο αγόρια γέμισαν τις τσέπες τους μ' όσα γλυκά είχαν απομείνει και βγήκαν στο διάδρομο.
Το τρένο έκοψε κι άλλο ταχύτητα και σε λίγο σταμάτησε. Όλοι όρμησαν στις ανοιχτές πόρτες και βγήκαν σε μια μικρή και σκοτεινή πλατφόρμα.
Ο Χάρι ανατρίχιασε, όταν τον χτύπησε ο παγωμένος αέρας της νύχτας. Από μακριά μια αναμμένη λάμπα φάνηκε να έρχεται προς το μέρος τους κι ο Χάρι άκουσε μια γνώριμη φωνή να λέει: «Οι πρωτοετείς από δω! Από δω οι πρωτοετείς! Όλα εντάξει, Χάρι;»
Το μεγάλο κι αναμαλλιασμένο κεφάλι του Χάγκριντ φάνηκε πάνω απ' τη λάμπα. Το τριχωτό πρόσωπο του φωτιζόταν από ένα πλατύ χαμόγελο.
«Εμπρός, ελάτε μαζί μου!» φώναξε. «Όλοι οι πρωτοετείς μαζί μου! Προσέξτε μη σκοντάψετε...»
Γλιστρώντας και πέφτοντας ο ένας επάνω στον άλλο, μια ομάδα από παιδιά ακολούθησε τον Χάγκριντ σε κάτι που έμοιαζε με στενό και κατηφορικό μονοπάτι. Δεξιά κι αριστερά τους το σκοτάδι ήταν τόσο πυκνό, που ο Χάρι σκέφτηκε πως πρέπει να περνούσαν μέσα από δέντρα. Κανείς δε μιλούσε. Ο Νέβιλ, το αγόρι που όλο έχανε το βάτραχο του, ρούφηξε τη μύτη του μερικές φορές.
«Ένα λεπτό ακόμη και θα δείτε το "Χόγκουαρτς"!» τους φώναξε ο Χάγκριντ, γυρίζοντας το κεφάλι του προς τα πίσω. «Να, εδώ, μετά απ' αυτή τη στροφή...»
Λίγες στιγμές αργότερα ένα δυνατό «Ααααα!» βγήκε από τα στόματα όλων.
Το στενό μονοπάτι είχε τελειώσει ξαφνικά στην όχθη μιας μεγάλης λίμνης, που τα νερά της έλαμπαν κατάμαυρα. Απέναντι ήταν ένα ψηλό βουνό και στην κορυφή του, λάμποντας με όλα του τα παράθυρα φωτισμένα, υψωνόταν ένα τεράστιο κάστρο, με πολλούς πύργους και ψηλές καμινάδες.
«Όχι περισσότεροι από τέσσερις σε κάθε βάρκα!» φώναξε ο Χάγκριντ, δείχνοντας τους έναν αληθινό στόλο από μικρές βάρκες που γλιστρούσαν στα ήρεμα νερά της λίμνης.
Όταν οι βάρκες έφτασαν στην όχθη, τα παιδιά άρχισαν να μπαίνουν μέσα. Κανένα δε μίλησε στη διάρκεια της σύντομης διαδρομής, καθώς το τεράστιο κάστρο ερχόταν όλο και πιο κοντά τους, δείχνοντας τώρα ακόμη μεγαλύτερο.
«Κάτω τα κεφάλια!» φώναξε ο Χάγκριντ, καθώς οι βάρκες πλησίαζαν στους πρόποδες του λόφου όπου ήταν χτισμένο το κάστρο. Όλα τα παιδιά χαμήλωσαν τα κεφάλια τους κι οι βάρκες πέρασαν κάτω από μια κουρτίνα πυκνού κισσού, που έκρυβε ένα φαρδύ άνοιγμα στην πλαγιά του λόφου. Βρίσκονταν τώρα σ' ένα φαρδύ και σκοτεινό τούνελ, που φαινόταν να οδηγεί ακριβώς κάτω απ' το κάστρο. Οι βάρκες σταμάτησαν στην προκυμαία ενός υπόγειου, μικρού λιμανιού και τα παιδιά βγήκαν επάνω σε Βότσαλα και μικρές πέτρες.
«Ε, εσύ εκεί πέρα!» φώναξε ο Χάγκριντ, που έψαχνε τις Βάρκες για να βεβαιωθεί πως ήταν όλες άδειες. «Δικός σου είναι αυτός ο Βάτραχος;»
«Τρέβορ!» φώναξε ενθουσιασμένος ο Νέβιλ κι άπλωσε με λαχτάρα τα χέρια του.
Σε λίγο, ακολουθώντας τον Χάγκριντ και τη λάμπα του, τα παιδιά άρχισαν να προχωρούν σ' έναν ανηφορικό διάδρομο, που τους έβγαλε στο βρεγμένο γρασίδι μιας πρασιάς, ακριβώς μπροστά από το κάστρο. Ανέβηκαν κατόπιν μερικά φαρδιά και μαρμάρινα σκαλοπάτια και στριμώχτηκαν όλα μπροστά στην τεράστια και σκαλιστή ξύλινη πόρτα.
«Είσαστε όλοι εδώ;» φώναξε ο Χάγκριντ. «Κι εσύ, μικρέ, έχεις ακόμη το βάτραχο σου;»
Μετά ο Χάγκριντ σήκωσε τη σφιγμένη γροθιά του και χτύπησε τρεις φορές την πόρτα.